Απατάω κάποιον, τον κερατώνω. Του φοράω δηλαδή κέρατα.
Ο κακομοίρης ο Χαραλάμπης δεν θα χωράει στη πόρτα του σπιτιού του: η Μαιρούλα του τα φοράει αβέρτα με τον Χρήστο και αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι...
Απατάω κάποιον, τον κερατώνω. Του φοράω δηλαδή κέρατα.
Ο κακομοίρης ο Χαραλάμπης δεν θα χωράει στη πόρτα του σπιτιού του: η Μαιρούλα του τα φοράει αβέρτα με τον Χρήστο και αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι...
Got a better definition? Add it!
3 comments
Dirty Talking
Υπάρχει: φοράω, τα. Κάντε ένα σερτς πρώτα ρεεεεε.
Galadriel
Ενοποιήθηκαν αλλά δεν προσφέρει και τρελή διαφοροποίηση ο ένας από τον άλλο. Και γιατί τα φοράτε δηλαδή σαδεντρεπόσαστε ου να μου χαθείτε χχχχκ φτου.
GATZMAN
Υπάρχουν σε medium, large, extra large, απ' όλα έχει ο μπαξές