Η απόκτηση μεγάλου χρηματικού ποσού, συνήθως σε μικρό χρονικό διάστημα και με δόλιες ενέργειες. Από το ρήμα οικονομώ > κονομάω (λαϊκ.)

Στην Ελλάδα, οι μεγάλες κονόμες γίνονται κυρίως από πολιτικούς και παρατρεχάμενους αυτών (βλ. Μίζενς, Bushchild=Βατοπαίδι, και λοιπά κονομιστά σκάνδαλα).

-Είδες ο Postman's Son τρελή κονόμα που έκανε με το Bushchild; Έχτισε τρία σπίτια και 2 εξοχικά!
-Έτσι είναι αυτά. Στην Ελλάδα, αν θες να προκόψεις και να τα κονομάς, πρέπει να γίνεις πολιτικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified