Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Σωραίος

#2
Επισκέπτης

Παίζει και σύντμηση του ευκαιράω-ευκαιρώ;

#3
xalikoutis

δεν κατάλαβα την ερώτηση και δε νιώθω ωραία γι' αυτό

#4
ο αυτοκτονημενος

α ρε μεγαλόνησο

#5
GATZMAN

Αντε...ο καιρός γαρ εγγύς

#6
knasos

Θέλω να πω πως το έχω ακούσει και σαν σύντμηση-«φάγωμα» συλλαβών του ευκαιρώ. - Θα έρθεις για καφεδάκι μαρή;
- Μπα, δεν φκερώ, έχω να πάω για ψώνια, να πάω να πάρω τα παιδιά από το ζωολογικό κήπο κλπ.

#7
Επισκέπτης

Άλλο το «Δε φκαιρώ» που προέρχεται από το «ευκαιρώ» άρα «δεν έχω καιρό». Το λήμμα προφανώς αφορά στο «φκαιραίνω ή φκαιρώ» (αν το γράφω καλά, διότι μόνο το έχω ακούσει) που σημαίνει «αδειάζω». Ελπίζω να βοήθησα. (Νομίζω ήρθε η ώρα να γίνω χρήστης!)

#8
xalikoutis

σωστό το μαρουλάκι, φχαριστούμε μαρουλάκι, καλωσόρισες μαρουλάκι....