Παραφθορά από την μασχάλη. Εννοείται ο άνθρωπος που μυρίζει μασχαλίλα απο χιλιόμετρα, ο άνθρωπος που μάλωσε με το σαπούνι.
Πωπώ μπόχα. Μη τον πλησιάζεις αυτόν, σκέτος Πασχάλης είναι.
Παραφθορά από την μασχάλη. Εννοείται ο άνθρωπος που μυρίζει μασχαλίλα απο χιλιόμετρα, ο άνθρωπος που μάλωσε με το σαπούνι.
Πωπώ μπόχα. Μη τον πλησιάζεις αυτόν, σκέτος Πασχάλης είναι.
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
7 comments
Vrastaman
Ο πας χάλης μυρίζει μασχαλίλα.
GATZMAN
Επ' ευκαιρίας, Χάληδες ήταν γνωστοί αγωνιστές της Κρήτης που πολέμησαν κατά των Τούρκων. Από το Θέρισο του Ν.Χανίων.
iron
κάποιος πρέπει να του μιλήσει για τη Ρεξόνα (για τους παλιοί αυτό).
Galadriel
Η ρεξόνα;
GATZMAN
@ironic
Τι θύμισες; Ωραίες εποχές
baznr
Υπάρχει πάντα το ελαφρυντικό του «στιγμιαίου λάθους»: ξέχασα να πλυθώ.
knasos
«Ε ρε μασχαλίλα καλοκαίρι και χειμώνα,
καλά δεν τους μίλησε κανείς για το ρεξόνα;»
Για τους Ημισκουμπριόφιλους του σάιτ.