Παραφθορά από την μασχάλη. Εννοείται ο άνθρωπος που μυρίζει μασχαλίλα απο χιλιόμετρα, ο άνθρωπος που μάλωσε με το σαπούνι.
Πωπώ μπόχα. Μη τον πλησιάζεις αυτόν, σκέτος Πασχάλης είναι.
Παραφθορά από την μασχάλη. Εννοείται ο άνθρωπος που μυρίζει μασχαλίλα απο χιλιόμετρα, ο άνθρωπος που μάλωσε με το σαπούνι.
Πωπώ μπόχα. Μη τον πλησιάζεις αυτόν, σκέτος Πασχάλης είναι.
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!