μπριτζολίλα redirects to μπριζολίλα (for which one more definition been submitted).

Η άκρως ενοχλητική μυρωδιά σπόρου που σκάει κατά τη διάρκεια καπνίσματος μπάφου και παραπέμπει σε μυρωδιά φρεσκοψημένης μπριζόλας. Συχνά έχει ως αποτέλεσμα την έντονη αποδοκιμασία του εκάστοτε στρίφτη για την έλλειψη προνοητικότητας που τον διέκρινε καθώς δεν μπήκε στον κόπο να ξεσπορίσει το stuff.

-Πω ρε φίλε πάλι μπριζολίλα... Ποιός άμπαλος έστριψε; Τρίτο που σκάει κι ακόμη στα μισά του γάρου είμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

χαχα! πώς μου ξέφυγε αυτό... εγώ πάλι το έλεγα κοτοπουλίλα...