(Πάτρα): Οι κοτσικορέοι, είναι μια φυλή που ενδημεί στα Ζαρουχλαίικα, Ταμπάχανα, Ζαβλάνι κ.τ.λ., οι οποίοι πάνε νυχτερινό, καβαλάνε παπάκια χωρίς ποδιά, φοράνε ρούχα τεξικανίνο, σπανιότατα κουβαλάνε και καμιά μισότριβη γκόμενα μαζί τους και ροουμάρουν τα μπαράκια της πόλης, διψασμένοι για καβγά.

Συχνά, όταν μαζέψουν κανένα ταμπάνι, κάνουν αναφορά σε κρεοπώλες ή αυτοκινητιστές εξαδέλφους τους, οι οποίοι θα εκδικηθούν.

- Ρε συ, τι λέει μέσα το μαγαζί; Παίζει κανα γκομενάκι ;
- Μπααα... Κάτι κοτσικορέοι μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dpresv

ρησπέκτ γέροντα, 9 χρόνια στην Πάτρα, ποτέ δε το άκουσα...

#2
malakia

απορία: τι είναι η μεσότριβη γκόμενα; όπως λέμε, μεσόκοπη;

#3
salina

Ετερη απορία: τι είναι το ταμπάνι και πούθε το μαζεύουμε;

#4
jesus

μαζεύω τα ταμπάνια μου ίζολ τρώω ικανή ποσότητα ξύλου. τώρα για ετυμολογία κ εξήγηση θα σε γελάσω, όπως κ για το μισότριβη.

η τακτική του φωνάζω κόσμο όταν μου την πέσουνε (μονάδα μέτρησης κόσμου τα μηχανάκια) είναι απελπιστικά κλασσική σε τέτοιες φυλές κάγκουρων.

#5
deinosavros

Μισότριβη απ' όσο ξέρω είναι η σαρανταφεύγα γκόμενα, ψημένη, περπατημένη και ψιλοταλαιπωρημένη στη ζωή της (και της φαίνεται, καθότι σπασμένη). Τη λέξη τη χρησιμοποιούσε πολύ ο Τσιφόρος.

Για το ταμπάνι εδώ. Πιθανώς να συνδέεται με το τουρκ. taban = πέλμα, καθότι η φράση tabana kuvvet (κυριολ. δύναμη στην πατούσα) σημαίνει τα πόδια στον ώμο / πανικόβλητη φυγή, αλλά και κλωτσηδόν.

Σε διήγημα παλιού Μυτιληνιού λογοτέχνη διαβάζω ότι νταμπάνια ονόμαζαν τα μεγάλα καδρόνια της οικοδομής. Θα μπορούσε να παραπέμπει σε στειλιάρι (που ρίχνει βρομόξυλο); Μη μου βάζετε τώρα γλωσσολογία μ' αυτή τη ζέστη, έλεος...

#6
salina

Θένκια σε αμφότερους και τους δύο για τις απαντήσεις :-)

#7
deinosavros

Πάντως ούτε το ΛΚΝ ούτε ο Μπάμπης την έχουνε τη μισότριβη. Κάνας ενδιαφερόμενος;

#8
deinosavros

Τη βρήκα όμως (μαζί με το ταίρι της) στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. «Πρωίας», 1933 (τι σκατά δεινόσαυρος θα ήμουν αλλιώς;)

μισότριβος -η, -ο : ο ικανώς, αλλ' ουχί και εξ' ολοκλήρου τεριμμένος, ο εν μέρει εφθαρμένος. Το αρσ. και θηλ. μισότριβος (ο) και μισότριβη (η), ανήρ ή γυνή μέσης ηλικίας : «τα 'χει φτιάξει τώρα με μιά μισότριβη».

(Παρεμπ μαθαίνουμε ότι η έκφραση «τα φτιάχνω με κάποιον» υφίσταται τουλάστιχον από τη δεκαετία του '30).