(Πάτρα): Οι κοτσικορέοι, είναι μια φυλή που ενδημεί στα Ζαρουχλαίικα, Ταμπάχανα, Ζαβλάνι κ.τ.λ., οι οποίοι πάνε νυχτερινό, καβαλάνε παπάκια χωρίς ποδιά, φοράνε ρούχα τεξικανίνο, σπανιότατα κουβαλάνε και καμιά μισότριβη γκόμενα μαζί τους και ροουμάρουν τα μπαράκια της πόλης, διψασμένοι για καβγά.
Συχνά, όταν μαζέψουν κανένα ταμπάνι, κάνουν αναφορά σε κρεοπώλες ή αυτοκινητιστές εξαδέλφους τους, οι οποίοι θα εκδικηθούν.
- Ρε συ, τι λέει μέσα το μαγαζί; Παίζει κανα γκομενάκι ;
- Μπααα... Κάτι κοτσικορέοι μόνο.
8 comments
dpresv
ρησπέκτ γέροντα, 9 χρόνια στην Πάτρα, ποτέ δε το άκουσα...
malakia
απορία: τι είναι η μεσότριβη γκόμενα; όπως λέμε, μεσόκοπη;
salina
Ετερη απορία: τι είναι το ταμπάνι και πούθε το μαζεύουμε;
jesus
μαζεύω τα ταμπάνια μου ίζολ τρώω ικανή ποσότητα ξύλου. τώρα για ετυμολογία κ εξήγηση θα σε γελάσω, όπως κ για το μισότριβη.
η τακτική του φωνάζω κόσμο όταν μου την πέσουνε (μονάδα μέτρησης κόσμου τα μηχανάκια) είναι απελπιστικά κλασσική σε τέτοιες φυλές κάγκουρων.
deinosavros
Μισότριβη απ' όσο ξέρω είναι η σαρανταφεύγα γκόμενα, ψημένη, περπατημένη και ψιλοταλαιπωρημένη στη ζωή της (και της φαίνεται, καθότι σπασμένη). Τη λέξη τη χρησιμοποιούσε πολύ ο Τσιφόρος.
Για το ταμπάνι εδώ. Πιθανώς να συνδέεται με το τουρκ. taban = πέλμα, καθότι η φράση tabana kuvvet (κυριολ. δύναμη στην πατούσα) σημαίνει τα πόδια στον ώμο / πανικόβλητη φυγή, αλλά και κλωτσηδόν.
Σε διήγημα παλιού Μυτιληνιού λογοτέχνη διαβάζω ότι νταμπάνια ονόμαζαν τα μεγάλα καδρόνια της οικοδομής. Θα μπορούσε να παραπέμπει σε στειλιάρι (που ρίχνει βρομόξυλο); Μη μου βάζετε τώρα γλωσσολογία μ' αυτή τη ζέστη, έλεος...
salina
Θένκια σε αμφότερους και τους δύο για τις απαντήσεις :-)
deinosavros
Πάντως ούτε το ΛΚΝ ούτε ο Μπάμπης την έχουνε τη μισότριβη. Κάνας ενδιαφερόμενος;
deinosavros
Τη βρήκα όμως (μαζί με το ταίρι της) στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. «Πρωίας», 1933 (τι σκατά δεινόσαυρος θα ήμουν αλλιώς;)
μισότριβος -η, -ο : ο ικανώς, αλλ' ουχί και εξ' ολοκλήρου τεριμμένος, ο εν μέρει εφθαρμένος. Το αρσ. και θηλ. μισότριβος (ο) και μισότριβη (η), ανήρ ή γυνή μέσης ηλικίας : «τα 'χει φτιάξει τώρα με μιά μισότριβη».
(Παρεμπ μαθαίνουμε ότι η έκφραση «τα φτιάχνω με κάποιον» υφίσταται τουλάστιχον από τη δεκαετία του '30).