Γενικός χαρακτηρισμός ιδιαίτερα εύχρηστος, κυρίως στην δεκαετία του '80. Κατ' αρχάς σημαίνει την γκόμενα κάποιου, ή το αγόρι της γκόμενας, αλλά είναι πολύ πιο κουλ. Επίσης σημαίνει τον κολλητό φίλο / φίλη, ή κάποιο πρόσωπο που καταλαβαίνουμε ποιο είναι αλλά για κάποιον λόγο δεν πρέπει να πούμε το όνομά του.

- Μάγκες απόψε έχει ντίσκο! Κανονίστε με τις έτσι σας και ραντεβού στην πλατεία στις 20:00!
- Μαλάκα Ηλία ψήσου να μην πεις στον έτσι να έρθει, οκ; Είναι μεγάλη λουστραρία δικέ μου!
- Κομπλέντερ η φάση Άκη! Του είπα να πάει να δει αν έρχομαι...

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι!, ετς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
xalikoutis

Πολιτικοποιημένη χρήση

ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟΝ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΧΑΡΑΞΕ Ο ΤΕΤΟΙΟΣ

#2
Hank

Πρβλ. το απολύτως 80ς ρεφρέν τραγουδιού του Μηλιώκα:

Θα την βρούμε στο έτσι,
κι απ' το έτσι γιουβέτσι,
κοκορέτσι και στουπέτσι,
φύγαμ' για το κοτέτσι!