Κατάσταση που συμβαίνει συχνά όταν έχεις φάει τριπάκι και προκαλείται από κάτι που ερεθίζει τις αισθήσεις ή τη σκέψη. Η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους τρίπιους.

- Πω ρε μαν, θυμήσου τις προάλλες που φάγαμε, πώς ήταν!
- Άσε ρε μαχλέπα, είχα αγχωθεί τρελά με το κινητό που δεν είχε σήμα.
- Γιατί εγώ τι νομίζεις ότι έπαθα όταν είδα στην τηλεόραση τον Έλβις Πρίσλεϊ; Αγχώθηκα!
- Τι άγχος ρε παιδί μου αυτό το τριπάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρυλική έκφραση του αείμνηστου Βλάση Μπονάτσου. Συνήθως συνοδεύεται ή μπορεί να αντικατασταθεί από τα αντίστοιχα «φοβερό!» και «τρομερό!». Η σημασία αυτών των επιφωνημάτων είναι προφανής αλλά αξία αποκτούν μόνο εφόσον αυτός που τα χρησιμοποιεί μιμείται τη φωνή και το στυλ του Βλάση.

Φάση σάπινγκ σε μπαφόσπιτο:

- Μαλάκες, άραγκον λίγο με το μπέιφ να σας πω τι έγινε χτες.
-Άντε ρίχτο.
- Ο Τεό φάσωσε τη Βερόνικα!
- ΦΟΒΕΡΟ!!!
- ΤΡΟΜΕΡΟ!!!
- ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

LSD σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού το οποίο κόβεται σε ολόκληρο, μισό και τέταρτο. Διαφορετική εικόνα στο χαρτί σημαίνει και διαφορετική περιεκτικότητα σε LSD, επομένως διαφορετική ισχύ. Οι εικόνες ποικίλλουν με πιό χαρακτηριστικές τον Asterix, το βατραχάκι και το hoffman, το λεγόμενο και «ποδηλάτης».

Η λέξη προέρχεται από την αγγλική trip (ταξίδι) λόγω του χαρακτηριστικού ακούσματος που σου δίνει το LSD. Ο χρήστης του χαρακτηρίζεται με την αρκετά εμπνευσμένη έκφραση τρίπιος.

-Τι έπαθε ρε μαν ο Τεό και κοιτάει μιά ώρα το μπουκάλι;!
-Έφαγε μισό ποδηλάτη δικέ μου...
-Πω μαέβιους! Τρίπιος κιετσ'...

Got a better definition? Add it!

Published

Cool λέξη που αντικαθιστά το μαλάκα στα επιφωνήματα θαυμασμού, έκπληξης, πώρωσης κλπ. Κάτι αντίστοιχο του μαλέλουρα, αλλά όχι τόσο βάρβαρο.

Δύναται να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση του χεριού σα χάδι στο μούσι ή στο πηγούνι, προφανώς μία εμπνευσμένη αναφορά στον χαρακτήρα του ΑΜΑΝ Μαέβιους Παχατουρίδη (τον ακατανόητο κουλτουριάρη ζωγράφο για όσους δεν θυμούνται).

Ευγένιος: Μαλάκα Τεό, μην είσαι δραπέτης! Τσεκέραρε νιαμού στο smart!

Τεό: Πω μαέβιους!!! Ελευθέρας βοσκής...

Got a better definition? Add it!

Published

Πιο cool τρόπος να πεις μαλάκα. Σχεδόν ταυτόσημο απλά συνήθως αφορά μικρότερες ηλικίες. Στους παλιούς φέρνει δάκρυα στα μάτια θυμίζοντάς τους τα σχολικά τους χρόνια.

Παράγωγο του μαλάκα και της χλέπας, άγνωστο γιατί...

- Παιδιά αύριο πάμε εκδρομή Ζούμπερη!
- Πωπω μαχλέπαααα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1337 έκφραση κάποτε. Σήμερα έχει περάσει στο λεξιλόγιο όλων των κάτω των 20 που νομίζουν ότι είναι hackers και βασικά λιώνουν σε chat και myspace ψάχνοντας γκόμενα.

Δημιουργήθηκε από τα αμερικανάκια και προέρχεται από τα αρχικά της φράσης Laughing Out Loud που εξηγούσε κατά την διάρκεια της online συνομιλίας ότι κάποιος γελάει δυνατά (προφανώς). Συναντιέται και ως rotflol (rolling on the floor laughing out loud) κ.ά. αλλά σπανίως στην Ελλάδα.

- Άκου μαχλέπα, προχτές που έψηνα το γκομενάκι από λούτσα στο msn, πέφτει ο σέρβερ στη Νέα Μάκρη και δεν πρόλαβα να πάρω τηλέφωνο!! Κόφα η φάση μαν!
- Λολ!!!
- Της μάνας σου!

Βλ. και LMFAO κ.λπ., lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles, rotf-lol, lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά εύηχη έκφραση που εκφράζει την κατάσταση στην οποία επικρατεί απόλυτος πανικός ή τρελή ανοργανωσιά. Γενικώς πολύ χύμα φάση και ό,τι να 'ναι.

Εφ' όσον λουλάς είναι ο ναργιλές, άρτσι μπούρτσι είναι μάλλον έκφραση αντίστοιχη της σέα και μέα, ή απλά παρήχηση του ρ. Άγνωστο.

Σπάσε λουστραρία, μη μου πολυκολλάς
μη γίνουμε εδώ πέρα άρτσι μπούρτσι και λουλάς.

(Νότια Μπάχαλα lyrics)

Archie (από Vrastaman, 30/07/08)Bourgie (από Vrastaman, 30/07/08)Loulas (από Vrastaman, 30/07/08)"Άρτζι μπούρτζι και λουλάς" ονομάζονται σκωπτικώς και τα συστήματα του προπονητή Αργύρη- Άρτζι Πεδουλάκη. (Πάσα: Σαραντάκος). (από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση τελείως ξενερουά, απάλευτη. Συνήθως ξεκινάει με καλές προυποθέσεις και ειλικρινείς προσπάθειες των συμμετεχόντων σ' αυτή με σκοπό να γίνει τέφα, αλλά διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες ή τυχόν λουστραρίες, δαραβίγγες και λοιποί ζεβουαζιόν τύποι τελικά την μετετρέπουν σε θρίαμβο βαρεμάρας και ξενερώματος. Παρατηρείται κυρίως στις διάφορες απόπειρες διοργανώσεως πάρτυ.

-Σπρέχαρε μαν, τι έκοζε τελικά με το παρτάκι σας;
-Δικέ μου σιλάνς! Μη μου το θυμίζεις ναούμ'!
-Γιατί ρε yo;
-Άκου μαλάκα. Είχαμε ψήσει πόσα νιαμού να σκάσουν! Αλάβαστρα σου λέω. Aπό διαξί είμασταν κομπλέντερ. Για τη μουσική είχε κανονίσει ο Τζων να φέρει έναν έτσι να παίξει. Και τι λες να έφερε ο μαλάκας;! Τον Πητ Βοδινό!
-ΚΟΦΑ!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερτούμπανο γκόμενα, τοπαδούρ, που χύνεις και μόνο με το τσεκερά. Συνηθίζεται για πιπινάκι νεαρής ηλικίας, αλλά ενίοτε μπορείς να το πεις και για μεγαλύτερη, ειδικά αν έχεις θέμα με τους flintstones. Αρκετά ποιητική και εύηχη λέξη όπως ταιριάζει στα νιαμού τέτοιου τύπου.

Προφανώς προέρχεται από την χαρακτηριστική ομορφιά που διακρίνει τα αντικείμενα που είναι κατασκευασμένα από αλάβαστρο.

-Μαν άσε το γιουφ και τσεκέραρε τι σκάει!!!
-Πωπωπω! Τι 'ναι αυτο το μωρό ρε συ! Άκου πως θα την χτυπήσω να μαθαίνεις κι εσύ ρε άμπαλε!
ΜΑΝΙΤΣΑ ΜΟΥ! ΤΙ 'ΣΑΙ ΣΥ;! ΑΛΑΒΑΣΤΡΟ!!!! ΑΛΑΒΑΣΤΡΟ ΣΟΥ ΛΕΩ!!!

(Πραγματικός διάλογος από πλατεία Ψυρρή)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

-Τελέρε μαλάκα! Ο Λέλος είναι νοσοκομείο;
-Άσε, πήγε να περάσει τον δρόμο και τον χτύπησε ένα XT! μοτοσύκ και λετόνι κομπλέντερ κι ο έτσι στο ΚΑΤ!
-Μη μου πεις! Την κλάνω σούμπιτος να τον δω! Έρχεσαι;
-Οκέικ.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified