Ως chatσος, είναι αυτός που συμπεριφέρεται ως τσατσόνι στα chat-rooms, άλλως κουβεντοδωμάτια.
Ετυμολογία του κανονικού τσάτσου:
θεία > θεια > τσα > τσατσά > τσάτσος.
Μπήκε χτες ένας chatσος στο chat και τά 'κανε όλα λίμπα!
Ως chatσος, είναι αυτός που συμπεριφέρεται ως τσατσόνι στα chat-rooms, άλλως κουβεντοδωμάτια.
Ετυμολογία του κανονικού τσάτσου:
θεία > θεια > τσα > τσατσά > τσάτσος.
Μπήκε χτες ένας chatσος στο chat και τά 'κανε όλα λίμπα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments