Κλασική μηλιώκειος έκφραση των θρυλικών '80ς που σημαίνει αισθηματική νιρβάνα και πλησμονή, αφασία (με την καλή έννοια) και άλλα τέτοια ωραία. Κάτι που είναι πιθανό να σου συμβεί όταν σε πλησιάσει μια γυναίκα και σου ζητήσει φωτιά κρατώντας αναπτήρα.

Να μην συγχέεται (κατ' ανάγκη) με την Λόλα που τα κάνει όλα, την Λόλα να ένα μήλο, την λόλα σκέτο, και τις loles στον πληθυντικό και στα γερμανικά.

Νονός: Χαλικούτης.

Βρήκα δέκτη (Γιάννης Μηλιώκας).

Επάνω που γουστάριζα
μια μπίρα με κολάρο
κι ένα τσιγάρο δυνατό
κανονικό φουγάρο
ήρθε και ζήτησε φωτιά
κρατώντας αναπτήρα
κι απ' την βαθιά της την ματιά
ό,τι ζητούσα πήρα

Βρήκα δέκτη που με πιάνει, και ταυτότητα απόψεων σε όλα,
η ρουτίνα θα πεθάνει,
κι από αίσθημα την έχω κάνει λόλα.

Την κέρασα με κέρασε
κι αρχίσαμε παρτίδα
τα τυπικά ξεπέρασε και γίναμε σταφίδα
μιλήσαμε για μοναξιά και επικοινωνία
παλιοζωή παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία

Την κάναμε στο άγνωστο
στου πουθενά την μέση
το στέκι μας το άνοστο
για μας δεν έχει θέση
γουστάραμε μυστήρια
το πρωινό πριν φτάσει κι η νύχτα σιγοντάριζε στην πιο ωραία φάση

(από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Fotis Nitsiopoulos

την έχω κάνει λάμπα

#2
spapakons

λόλα = τρέλα, άρα την έχω κάνει λόλα = όλα πάνε καλά.