Εκ του Λατινικού contra (=απέναντι), πολλαπλώς οριζόμενο ως εξής:

Ποδοσφαιρικώς, η αθέλητη εκτροπή της πορείας της μπάλας από αντίπαλο. Στα πλαίσια του fair play και του παραδοσιακού Εγγλέζικου sporting behaviour (που ακόμα μετράει στο ποδόσφαιρο), το να επωφεληθείς από κόντρα είναι unfair (που θάλεγε και ο Μητσοτάκουλας), οπότε όποιος συχνά ωφελείται από τέτοιες φάσεις ονομάζεται κοντράκιας, ενίοτε δε και κωλόφαρδος...

Αυτοκινητικώς, ο αυτοσχέδιος αγών μηχανοκίνητων σε δημόσιο δρόμο, με βραβείο την υστεροφημία. Αποτελεί αγώνισμα συγκριτικής χρονομέτρησης, με μέτρο επίδοσης τις κολώνες, και υποδιαίρεση τις καρότσες...

Είναι ο λόγος ύπαρξης του κάθε κάγκουρα, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχουν όλοι ανελλιπώς, οι δε μη συμμετέχοντες αναλώνονται εκ των υστέρων σε τερατώδη παπάτζα...

Γνωστές τοποθεσίες τελέσεως των αγώνων, η Βούτα, η Μαύρη, τα Λιμανάκια (εντός Αττικής και οι τρεις, παρακαλείσθε όπως προσθέσετε κοντροτόπια εκτός λεκανοπεδίου).

Προφανώς παράνομη δραστηριότητα, ενέχει κίνδυνο εμπλοκής στρουμφ στο όλο σκηνικό, και μετά ακολουθεί η διαταγή του ενωμοτάρχα «ξεκίνα να γράφεις, και αν δε σου φτάσει το μπλοκάκι, να πούμε στο τμήμα να μας φέρει κι άλλο»...

Ξυριστικώς, είναι η ξούρα που γίνεται με φορά αντίθετη από αυτή που μακραίνουν οι τρίχες της περιοχής, με σκοπό την κοπή τους στο μικρότερο δυνατό μήκος.
Στην περίπτωση του προσώπου, αυξάνεται κατακόρυφα ο βαθμός επικινδυνότητας για κόψιμο.

Κοινωνιολογικώς, είναι η σύγκρουση μεταξύ ατόμων η ομάδων με αντίθετες απόψεις/συμφέροντα.

  1. Ρονάλντο περνάει τον πρώτο αμυντικό, κερδίζει την κόντρα απ'το δεύτερο, και ξεχύνεται σαν εμετός στην επίθεση (α ρε Μανόλο...)

  2. Έγινε μια κόντρα χτες στη Βούτα, ο Μητσάρας με το Yugo έσκισε μια 911 και δύο Impreza... (τι λέγαμε για την παπάτζα;)

  3. Τράβηξα χτες κόντρα ξούρα και έχω γίνει σουρωτήρι ρε πστ!

  4. Η ΓΣΕΕ είναι σε κόντρα με τους βιομηχάνους για το θέμα του ελαστικού ωραρίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
panman_gr

...η σλανγκασίστ από poniroskylo.

#2
Khan

Διεξοδικός!

#3
Desperado

Μετά την άξια βαθμολόγηση, συμπληρώνω τα εξής:

Αθλητισμός (γενικότερα), υδατοσφαίριση (ειδικότερα): Η ταχεία αντεπίθεση μετά από σφάλμα ή ατυχή επίθεση του αντιπάλου (βγαίνω στην κόντρα).

Χρώματα: Καφέ κλανί με κόντρα ρίγα (χαρακτηριστικό κουστουμιών και γραβατών-πιατέλα της ηρωικής δεκαετίας του 70).

Ξυλεία: κόντρα πλακέ (κανονικόν και θαλάσσης)

Μαστορέματα και Σεξ: Κόντρα Παξιμάδι (παρεμπιπτόντως θα πρέπει να οριστεί το λήμμα).

Καταστάσεις και Σφαιριστήρια: κόντρα-καραμπόλα.

#4
panman_gr

Άψογον το συμπλήρωμα, καραλωλ για το χρώμα του κουστουμιού... Βλέπω συντονιζόμαστε άψογα στο σλανγκρ :)

#5
johnblack

Μια πολύ σλανγκική χρήση του όρου είναι και όταν αυτός δηλώνει την επανάληψη, είναι δλδ συνώνυμο του στο καπάκι. Ο Ντεσπεράντο την ψιλοεντόπισε, περιορίζοντάς την όμως στα ομαδικά παίγνια (όπου κόντρα επίθεση είναι επίθεση στο καπάκι, άμεσα, χωρίς να προλάβει να πάρει ανάσα κανείς)

Π.χ. φίλος πυροσβέστης παραπονιόταν για την πολλή δουλειά που είχε πέσει με τα γεγονότα του Δεκέμβρη

- Πω ρε φίλε, μας πάει αίμα τελευταία, δε τα βλέπεις τι γίνεται; Εξάρχεια και κόντρα Εξάρχεια...