Εϊτίλα, μέρος ποιηματακίου με το οποίο τα βγάζαμε τότε...

...νουνός ο allivegp από το ΔΠ.

Ολόκληρο το ποιηματάκι έχει ως εξής:

«άκατα μάκατα σούκουτου μπε
άμπε φάμπε ντο μινέ
άμπε φάμπε βγε»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται περί ειρωνικής ερώτησης που γίνεται προς απανταχού συμβιβασμένους με άνωθεν εντολάς.

Προέρχεται από ένα παιδικό παιχνίδι, στο οποίο ένα παιδί ρωτάει τα υπόλοιπα αν πετάει κάποιο ζώο ή πράγμα (πχ «πετάει... το σκουμπρί;»).

Αν πετάει, τότε τα υπόλοιπα σηκώνουν τα χέρια, αν όμως δεν πετάει και κάποιος σηκώσει το χέρι του, εμ χάνει, εμ τρώει και τις ψιλές του.

Είναι μέρος της μεγάλης κατηγορίας «ρητορικές ερωτήσεις με ζώα», συγκρίνετέ το με τα «μασάει η κατσίκα ταραμά;», «σπινιάρει η γάτα στο γιαούρτι;», «χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;»

Και πανευρωπαϊκά παίζει το «όταν το ζώο πετάξει», στην Αγγλία και τη Γερμανία με γουρούνια, στην Γαλλία και την Ισπανία με αγελάδες, και στην (ύποπτα κοντινή σλανγκικά) Ιταλία με γαϊδάρους...

Θεκιου Mes για την πάσα από το ΔΠ.

- Ο κύριος Γενικός Διευθυντής μας δήλωσε ότι οι αυξήσεις που μας έδωσε υπερκαλύπτουν τον πληθωρισμό και είμαι πανευτυχής!
- Πετάει ο γάιδαρος, Κωστάκη;

Πετάει ο γάιδαρος! (Φωτό από Μπούμπη). (από Khan, 10/08/09)(από Doctor, 20/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Άραβας, κατά τον ίδιο τρόπο που ο βαφακούλος είναι ο Ιταλός και ο μεμέτης είναι ο Τούρκος. Αντίστοιχα χαρακτηρίζονται και κατηγορίες εμπορικών προϊόντων από την ονομασία αυτού που συναντάμε συχνότερα (π.χ. πούλμαν, σελοτέιπ)

Προέρχεται από την (σημιτικής καταγωγής) ρίζα S-L-M, και ειδικότερα την αραβική ρήση As-Salāmu `Alaykum, που σημαίνει «Η ειρήνη του Αλλάχ ας μεταδοθεί σε σένα» και είναι ο τυπικός χαιρετισμός των Αράβων.

Αντίστοιχα υπάρχουν το εβραϊκό Shalom aleichem και το μαλτέζικο Sliem ghalikom, αλλά παρά τις περισσότερες επαφές Ελλήνων με Εβραίους (οι οποίοι όμως μιλούσαν Ladino και όχι Εβραϊκά) ο χαρακτηρισμός έμεινε στους Άραβες...

*Νουνός: BuBis από το ΔΠ*

- Αυτός ο Αμπντουλλάχ, μεμέτης είναι για σαλαμαλέκος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Λατινικού contra (=απέναντι), πολλαπλώς οριζόμενο ως εξής:

Ποδοσφαιρικώς, η αθέλητη εκτροπή της πορείας της μπάλας από αντίπαλο. Στα πλαίσια του fair play και του παραδοσιακού Εγγλέζικου sporting behaviour (που ακόμα μετράει στο ποδόσφαιρο), το να επωφεληθείς από κόντρα είναι unfair (που θάλεγε και ο Μητσοτάκουλας), οπότε όποιος συχνά ωφελείται από τέτοιες φάσεις ονομάζεται κοντράκιας, ενίοτε δε και κωλόφαρδος...

Αυτοκινητικώς, ο αυτοσχέδιος αγών μηχανοκίνητων σε δημόσιο δρόμο, με βραβείο την υστεροφημία. Αποτελεί αγώνισμα συγκριτικής χρονομέτρησης, με μέτρο επίδοσης τις κολώνες, και υποδιαίρεση τις καρότσες...

Είναι ο λόγος ύπαρξης του κάθε κάγκουρα, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχουν όλοι ανελλιπώς, οι δε μη συμμετέχοντες αναλώνονται εκ των υστέρων σε τερατώδη παπάτζα...

Γνωστές τοποθεσίες τελέσεως των αγώνων, η Βούτα, η Μαύρη, τα Λιμανάκια (εντός Αττικής και οι τρεις, παρακαλείσθε όπως προσθέσετε κοντροτόπια εκτός λεκανοπεδίου).

Προφανώς παράνομη δραστηριότητα, ενέχει κίνδυνο εμπλοκής στρουμφ στο όλο σκηνικό, και μετά ακολουθεί η διαταγή του ενωμοτάρχα «ξεκίνα να γράφεις, και αν δε σου φτάσει το μπλοκάκι, να πούμε στο τμήμα να μας φέρει κι άλλο»...

Ξυριστικώς, είναι η ξούρα που γίνεται με φορά αντίθετη από αυτή που μακραίνουν οι τρίχες της περιοχής, με σκοπό την κοπή τους στο μικρότερο δυνατό μήκος.
Στην περίπτωση του προσώπου, αυξάνεται κατακόρυφα ο βαθμός επικινδυνότητας για κόψιμο.

Κοινωνιολογικώς, είναι η σύγκρουση μεταξύ ατόμων η ομάδων με αντίθετες απόψεις/συμφέροντα.

  1. Ρονάλντο περνάει τον πρώτο αμυντικό, κερδίζει την κόντρα απ'το δεύτερο, και ξεχύνεται σαν εμετός στην επίθεση (α ρε Μανόλο...)

  2. Έγινε μια κόντρα χτες στη Βούτα, ο Μητσάρας με το Yugo έσκισε μια 911 και δύο Impreza... (τι λέγαμε για την παπάτζα;)

  3. Τράβηξα χτες κόντρα ξούρα και έχω γίνει σουρωτήρι ρε πστ!

  4. Η ΓΣΕΕ είναι σε κόντρα με τους βιομηχάνους για το θέμα του ελαστικού ωραρίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λάμερ: Η γράμμα-γράμμα μετάφραση του αμερικάνικου lamer, εκ του lame.

Lame ήταν αρχικά ο χαρακτηρισμός του αλόγου που «δε μπορεί να πάρει τα πόδια του», που «δεν τραβάει μία», συνήθως μετά από τραυματισμό.

Στην κυβερνοκουλτούρα, λάμερ ονομάζεται εκείνος που δε μπορεί να υποστηρίξει τις απόψεις του σε μια συζήτηση.

Οι κράκερς και οι φρήκερς ονομάζουν λαμέρια αυτούς που θα ήθελαν να τους μιμηθούν, αλλά δεν έχουν καμία ιδέα πώς, και γίνονται από ενοχλητικοί μέχρι εκνευριστικοί προσπαθώντας να «ψαρέψουν» πληροφορίες.

Οι gamers αντίστοιχα ονομάζουν λάμερς αυτούς που, είτε χάνουν μονίμως, είτε ακολουθούν κατάπτυστες / μπαμπέσικες τακτικές.

Η χρήση του όρου έχει επεκταθεί ώστε να χαρακτηρίζει κάποιον που προσπαθεί να πετύχει τους σκοπούς του με λάθος / ελλιπή / ελεεινά μέσα, και συνήθως αποτυγχάνει.

Θα το συναντήσετε και ως λαμέρι, η δε πράξη λέγεται και λαμεριά.

axyz> thelo na gino haker
axyz> se pio grafio pao
Lefteris> geia sou
axyz> ;
Lefteris> exoume kleisei
axyz> theli lefta;
Lefteris> aurio sto prwtokollo 8a pas
Lefteris> me xartosimo twn 250drx

(ο axyz είναι το λαμέρι, προφανώς, από δώθενες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χακερόνι που ασχολείται με τα τηλεφωνικά δίκτυα, με απώτερο σκοπό να πραγματοποιεί δωρεάν τηλεφωνικές κλήσεις (υπεραστικές, διεθνείς) που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πανάκριβες.

- Μεγάλος φρήκερ ο Μήτσος, κατάφερε και μιλάει με τη θεία του στην Ουαγκαντούγκου χωρίς να πληρώνει μία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χακερόνι που ασχολείται με το ξεκλείδωμα προγραμμάτων, κατασκευάζοντας εργαλεία γνωστά και ως κρακ.

Ο Jon Lech Johansen είναι ο κράκερ που ξεκλείδωσε την κρυπτογράφηση του DVD και έδωσε στη δημοσιότητα το DeCSS.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικώς, πρόκειται για γνωστής ταυτότητας αλλά αγνώστου ονόματος αντικείμενα, των οποίων τα επίσημα ονόματα δεν γνωρίζουμε ή δεν θυμόμαστε την κρίσιμη στιγμή.

Δεν είναι σαφές ποιος από τους τρεις τύπους διαχωρισμού των δύο λέξεων είναι ο συνηθέστερος, αλλά τους έχω συναντήσει και τους τρεις, οπότε τους παραθέτω προς σχολιασμό:

Διαχωρισμός τύπου Α: Απλώς αποτελούν δύο διαφορετικές λέξεις, που χρησιμοποιούνται για αναφορά σε δύο διαφορετικά αντικείμενα στην ίδια πρόταση, ώστε να μη μπερδεύεται ο συνομιλητής μας.

Διαχωρισμός τύπου Β: Το καβλιτζέκι αφορά μακρόστενα αντικείμενα, εκ του καυλί, δείτε και εδώ, ενώ το ματζαφλάρι δεν προσδιορίζει σχήμα.

Διαχωρισμός τύπου Γ: Το ματζαφλάρι μπορεί να είναι οτιδήποτε, ενώ το καβλιτζέκι πρέπει να είναι high-tech.

τύπου Α: Σε κάποιες καφετιέρες το καβλιτζέκι έχει ένα ματζαφλάρι στην άκρη που κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά: προσθέτει αέρα για να κάνει πιο πλούσιο το μείγμα.

τύπου Β: - Πιάσε ρε Μήτσο το καβλιτζέκι (=κλειδί Allen) να βιδώσουμε το ματζαφλάρι (=παξιμάδι).

τύπου Γ: - Ανοίγεις την πόρτα του rack γυρνώντας δεξιά το ματζαφλάρι (=μπετούγια) και κουμπώνεις στο τρίτο router το καβλιτζέκι (=κάρτα μνήμης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή εποχή του DOS, κι ακόμα παλιότερα.

Τα αρχεία στον υπολογιστή τότε είχαν ονόματα του τύπου «FILENAME.EXT», όπου FILENAME το όνομα, και EXT ο τύπος του (= τί περιείχε, π.χ TXT για κείμενο, WKS για φύλλα Lotus 1-2-3, GIF για εικόνες κ.ο.κ.)

Για να επιλέξει κανείς (για διαγραφή π.χ.) παραπάνω από ένα αρχείο, χρησιμοποιούσε χαρακτήρες πασπαρτού (ελληνιστί wildcards), τους εξής δύο:

  • Αστεράκι (*) σήμαινε «κανένας, ένας ή μέχρι και άπειροι χαρακτήρες».
  • Αγγλικό ερωτηματικό (;) σήμαινε «ακριβώς ένας χαρακτήρας».

    Το πρώτο αστεράκι = «όλα τα ονόματα αρχείων, ανεξαρτήτως μήκους»...

Το δεύτερο αστεράκι = «όλοι οι τύποι αρχείων, ανεξαρτήτως μήκους»...

Ο συνδυασμός, με την υποχρεωτική τελεία στη μέση = «ό,τι αρχείο βρεις» = «τα πάντα όλα»...

Για όσους προλάβαμε κουμπιούτερ από τότε που βγήκαν οι λάσπες, το αστεράκι και το αγγλικό ερωτηματικό είναι από τα clopyright που ο Βασιλάκης ο Πόρτας «δανείστηκε» από το Unix...

- Μήτσο μου, να πάρω ροζ κραγιόν ή πορφυρό;
- Τι με λε ρε, πάρε αστεράκι τελεία αστεράκι και παράτα με...

για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι... (από panman_gr, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερπετό που έχει τροποποιηθεί από τις εργοστασιακές προδιαγραφές. Πολύ.

Συνήθως πρόκειται περί καγκουριάς. Ειδικότερα:

  • Μπουρί διαστάσεων «χωράει το κεφάλι σου μέσα».
  • Πλαστικοί προφυλακτήρες/πλαϊνά άλλου μοντέλου, συνήθως τέρατος εξ Ιαπωνίας (Toyota Supra/Nissan Skyline), κολλημένοι με τσίχλα ή/και κοτετσόσυρμα ή/και tie wraps.
  • Μπλε (συχνότερα) ή άλλου χρώματος (πιο σπάνια) φωτάκια στα πιτσιλιστήρια του παρμπρίζ.
  • Ζαντολάστιχα πέντε διαστάσεις μεγαλύτερα απ' τα εργοστασιακά, που επιπλέον εξέχουν απ' τα φτερά.
  • Μικρές αεροτομούλες πάνω στους υαλοκαθαριστήρες «για να σκουπίζουν καλά όταν πάμε τέζες».
  • Μπροστινοί προβολείς HID (αυτά τα σιχαμερά γαλάζια) σε φώτα που ποτέ δε σχεδιάστηκαν γι' αυτό.
  • Λίστα με ονόματα κατασκευαστών εξαρτημάτων (που δεν είναι εγκατεστημένα) στο εμπρός μέρος της πόρτας του οδηγού.
  • Τεράστια αεροτομή-απλώστρα-αποκεφαλιστήρι πίσω, επίσης από Ιαπωνικό τέρας.
  • Φιμέ τζάμια παντού «για να μη με κοιτάνε και με ματιάξουνε».
  • Καλύμματα δερματίνης σε καθίσματα/τιμόνι με ανάγλυφη τη μάρκα του οχήματος. Εναλλακτικά άσπρη ή ροζ φλοκάτη στα καλύμματα.
  • Πινακίδα σε διαφορετική θέση απ'την εργοστασιακή.
  • Φώτα νέον γύρω γύρω κάτω απ΄το αμάξωμα.
  • Εκατονογδονταδώδεκα ηχεία να βαράνε συνεχώς.
  • Καμία απολύτως μηχανική βελτίωση, ώστε με το πρόσθετο βάρος όλων των παραπάνω, να μη μπορεί να πάρει τα πόδια του.

    Σπανιότερα, το ακριβώς αντίθετο από τα παραπάνω:

  • Βελτιωμένος κινητήρας και εξάτμιση.

  • Αγωνιστικές αναρτήσεις και ζαντολάστιχα.
  • Αγωνιστικό κιβώτιο.
  • Κλωβός ασφαλείας.
  • Αγωνιστικά καθίσματα.
  • Απογυμνωμένο εσωτερικό (για να μειωθεί το βάρος).

    Nουνός το poniroskylo...

Χτες ανεβαίναμε την Εθνική Οδό και μας πέρασε με τα χίλια ένα Fiatάκι κωλοφτιαγμένο... Ούτε που πρόλαβα να δω ποιος οδηγούσε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified