Εϊτίλα, μέρος ποιηματακίου με το οποίο τα βγάζαμε τότε...
...νουνός ο allivegp από το ΔΠ.
Ολόκληρο το ποιηματάκι έχει ως εξής:
«άκατα μάκατα σούκουτου μπε
άμπε φάμπε ντο μινέ
άμπε φάμπε βγε»
Εϊτίλα, μέρος ποιηματακίου με το οποίο τα βγάζαμε τότε...
...νουνός ο allivegp από το ΔΠ.
Ολόκληρο το ποιηματάκι έχει ως εξής:
«άκατα μάκατα σούκουτου μπε
άμπε φάμπε ντο μινέ
άμπε φάμπε βγε»
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται περί ειρωνικής ερώτησης που γίνεται προς απανταχού συμβιβασμένους με άνωθεν εντολάς.
Προέρχεται από ένα παιδικό παιχνίδι, στο οποίο ένα παιδί ρωτάει τα υπόλοιπα αν πετάει κάποιο ζώο ή πράγμα (πχ «πετάει... το σκουμπρί;»).
Αν πετάει, τότε τα υπόλοιπα σηκώνουν τα χέρια, αν όμως δεν πετάει και κάποιος σηκώσει το χέρι του, εμ χάνει, εμ τρώει και τις ψιλές του.
Είναι μέρος της μεγάλης κατηγορίας «ρητορικές ερωτήσεις με ζώα», συγκρίνετέ το με τα «μασάει η κατσίκα ταραμά;», «σπινιάρει η γάτα στο γιαούρτι;», «χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;»
Και πανευρωπαϊκά παίζει το «όταν το ζώο πετάξει», στην Αγγλία και τη Γερμανία με γουρούνια, στην Γαλλία και την Ισπανία με αγελάδες, και στην (ύποπτα κοντινή σλανγκικά) Ιταλία με γαϊδάρους...
Θεκιου Mes για την πάσα από το ΔΠ.
- Ο κύριος Γενικός Διευθυντής μας δήλωσε ότι οι αυξήσεις που μας έδωσε υπερκαλύπτουν τον πληθωρισμό και είμαι πανευτυχής!
- Πετάει ο γάιδαρος, Κωστάκη;
Got a better definition? Add it!
Ο Άραβας, κατά τον ίδιο τρόπο που ο βαφακούλος είναι ο Ιταλός και ο μεμέτης είναι ο Τούρκος. Αντίστοιχα χαρακτηρίζονται και κατηγορίες εμπορικών προϊόντων από την ονομασία αυτού που συναντάμε συχνότερα (π.χ. πούλμαν, σελοτέιπ)
Προέρχεται από την (σημιτικής καταγωγής) ρίζα S-L-M, και ειδικότερα την αραβική ρήση As-Salāmu `Alaykum, που σημαίνει «Η ειρήνη του Αλλάχ ας μεταδοθεί σε σένα» και είναι ο τυπικός χαιρετισμός των Αράβων.
Αντίστοιχα υπάρχουν το εβραϊκό Shalom aleichem και το μαλτέζικο Sliem ghalikom, αλλά παρά τις περισσότερες επαφές Ελλήνων με Εβραίους (οι οποίοι όμως μιλούσαν Ladino και όχι Εβραϊκά) ο χαρακτηρισμός έμεινε στους Άραβες...
*Νουνός: BuBis από το ΔΠ*
- Αυτός ο Αμπντουλλάχ, μεμέτης είναι για σαλαμαλέκος;
Got a better definition? Add it!
Εκ του Λατινικού contra (=απέναντι), πολλαπλώς οριζόμενο ως εξής:
Ποδοσφαιρικώς, η αθέλητη εκτροπή της πορείας της μπάλας από αντίπαλο. Στα πλαίσια του fair play και του παραδοσιακού Εγγλέζικου sporting behaviour (που ακόμα μετράει στο ποδόσφαιρο), το να επωφεληθείς από κόντρα είναι unfair (που θάλεγε και ο Μητσοτάκουλας), οπότε όποιος συχνά ωφελείται από τέτοιες φάσεις ονομάζεται κοντράκιας, ενίοτε δε και κωλόφαρδος...
Αυτοκινητικώς, ο αυτοσχέδιος αγών μηχανοκίνητων σε δημόσιο δρόμο, με βραβείο την υστεροφημία. Αποτελεί αγώνισμα συγκριτικής χρονομέτρησης, με μέτρο επίδοσης τις κολώνες, και υποδιαίρεση τις καρότσες...
Είναι ο λόγος ύπαρξης του κάθε κάγκουρα, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχουν όλοι ανελλιπώς, οι δε μη συμμετέχοντες αναλώνονται εκ των υστέρων σε τερατώδη παπάτζα...
Γνωστές τοποθεσίες τελέσεως των αγώνων, η Βούτα, η Μαύρη, τα Λιμανάκια (εντός Αττικής και οι τρεις, παρακαλείσθε όπως προσθέσετε κοντροτόπια εκτός λεκανοπεδίου).
Προφανώς παράνομη δραστηριότητα, ενέχει κίνδυνο εμπλοκής στρουμφ στο όλο σκηνικό, και μετά ακολουθεί η διαταγή του ενωμοτάρχα «ξεκίνα να γράφεις, και αν δε σου φτάσει το μπλοκάκι, να πούμε στο τμήμα να μας φέρει κι άλλο»...
Ξυριστικώς, είναι η ξούρα που γίνεται με φορά αντίθετη από αυτή που μακραίνουν οι τρίχες της περιοχής, με σκοπό την κοπή τους στο μικρότερο δυνατό μήκος.
Στην περίπτωση του προσώπου, αυξάνεται κατακόρυφα ο βαθμός επικινδυνότητας για κόψιμο.
Κοινωνιολογικώς, είναι η σύγκρουση μεταξύ ατόμων η ομάδων με αντίθετες απόψεις/συμφέροντα.
Ρονάλντο περνάει τον πρώτο αμυντικό, κερδίζει την κόντρα απ'το δεύτερο, και ξεχύνεται σαν εμετός στην επίθεση (α ρε Μανόλο...)
Έγινε μια κόντρα χτες στη Βούτα, ο Μητσάρας με το Yugo έσκισε μια 911 και δύο Impreza... (τι λέγαμε για την παπάτζα;)
Τράβηξα χτες κόντρα ξούρα και έχω γίνει σουρωτήρι ρε πστ!
Η ΓΣΕΕ είναι σε κόντρα με τους βιομηχάνους για το θέμα του ελαστικού ωραρίου.
Got a better definition? Add it!
Ο λάμερ: Η γράμμα-γράμμα μετάφραση του αμερικάνικου lamer, εκ του lame.
Lame ήταν αρχικά ο χαρακτηρισμός του αλόγου που «δε μπορεί να πάρει τα πόδια του», που «δεν τραβάει μία», συνήθως μετά από τραυματισμό.
Στην κυβερνοκουλτούρα, λάμερ ονομάζεται εκείνος που δε μπορεί να υποστηρίξει τις απόψεις του σε μια συζήτηση.
Οι κράκερς και οι φρήκερς ονομάζουν λαμέρια αυτούς που θα ήθελαν να τους μιμηθούν, αλλά δεν έχουν καμία ιδέα πώς, και γίνονται από ενοχλητικοί μέχρι εκνευριστικοί προσπαθώντας να «ψαρέψουν» πληροφορίες.
Οι gamers αντίστοιχα ονομάζουν λάμερς αυτούς που, είτε χάνουν μονίμως, είτε ακολουθούν κατάπτυστες / μπαμπέσικες τακτικές.
Η χρήση του όρου έχει επεκταθεί ώστε να χαρακτηρίζει κάποιον που προσπαθεί να πετύχει τους σκοπούς του με λάθος / ελλιπή / ελεεινά μέσα, και συνήθως αποτυγχάνει.
Θα το συναντήσετε και ως λαμέρι, η δε πράξη λέγεται και λαμεριά.
axyz> thelo na gino haker
axyz> se pio grafio pao
Lefteris> geia sou
axyz> ;
Lefteris> exoume kleisei
axyz> theli lefta;
Lefteris> aurio sto prwtokollo 8a pas
Lefteris> me xartosimo twn 250drx
(ο axyz είναι το λαμέρι, προφανώς, από δώθενες)
Got a better definition? Add it!
Είναι το χακερόνι που ασχολείται με τα τηλεφωνικά δίκτυα, με απώτερο σκοπό να πραγματοποιεί δωρεάν τηλεφωνικές κλήσεις (υπεραστικές, διεθνείς) που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πανάκριβες.
- Μεγάλος φρήκερ ο Μήτσος, κατάφερε και μιλάει με τη θεία του στην Ουαγκαντούγκου χωρίς να πληρώνει μία!
Got a better definition? Add it!
Είναι το χακερόνι που ασχολείται με το ξεκλείδωμα προγραμμάτων, κατασκευάζοντας εργαλεία γνωστά και ως κρακ.
Ο Jon Lech Johansen είναι ο κράκερ που ξεκλείδωσε την κρυπτογράφηση του DVD και έδωσε στη δημοσιότητα το DeCSS.
Got a better definition? Add it!
Γενικώς, πρόκειται για γνωστής ταυτότητας αλλά αγνώστου ονόματος αντικείμενα, των οποίων τα επίσημα ονόματα δεν γνωρίζουμε ή δεν θυμόμαστε την κρίσιμη στιγμή.
Δεν είναι σαφές ποιος από τους τρεις τύπους διαχωρισμού των δύο λέξεων είναι ο συνηθέστερος, αλλά τους έχω συναντήσει και τους τρεις, οπότε τους παραθέτω προς σχολιασμό:
Διαχωρισμός τύπου Α: Απλώς αποτελούν δύο διαφορετικές λέξεις, που χρησιμοποιούνται για αναφορά σε δύο διαφορετικά αντικείμενα στην ίδια πρόταση, ώστε να μη μπερδεύεται ο συνομιλητής μας.
Διαχωρισμός τύπου Β: Το καβλιτζέκι αφορά μακρόστενα αντικείμενα, εκ του καυλί, δείτε και εδώ, ενώ το ματζαφλάρι δεν προσδιορίζει σχήμα.
Διαχωρισμός τύπου Γ: Το ματζαφλάρι μπορεί να είναι οτιδήποτε, ενώ το καβλιτζέκι πρέπει να είναι high-tech.
τύπου Α: Σε κάποιες καφετιέρες το καβλιτζέκι έχει ένα ματζαφλάρι στην άκρη που κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά: προσθέτει αέρα για να κάνει πιο πλούσιο το μείγμα.
τύπου Β: - Πιάσε ρε Μήτσο το καβλιτζέκι (=κλειδί Allen) να βιδώσουμε το ματζαφλάρι (=παξιμάδι).
τύπου Γ: - Ανοίγεις την πόρτα του rack γυρνώντας δεξιά το ματζαφλάρι (=μπετούγια) και κουμπώνεις στο τρίτο router το καβλιτζέκι (=κάρτα μνήμης).
Got a better definition? Add it!
Από την παλιά καλή εποχή του DOS, κι ακόμα παλιότερα.
Τα αρχεία στον υπολογιστή τότε είχαν ονόματα του τύπου «FILENAME.EXT», όπου FILENAME το όνομα, και EXT ο τύπος του (= τί περιείχε, π.χ TXT για κείμενο, WKS για φύλλα Lotus 1-2-3, GIF για εικόνες κ.ο.κ.)
Για να επιλέξει κανείς (για διαγραφή π.χ.) παραπάνω από ένα αρχείο, χρησιμοποιούσε χαρακτήρες πασπαρτού (ελληνιστί wildcards), τους εξής δύο:
Αγγλικό ερωτηματικό (;) σήμαινε «ακριβώς ένας χαρακτήρας».
Το πρώτο αστεράκι = «όλα τα ονόματα αρχείων, ανεξαρτήτως μήκους»...
Το δεύτερο αστεράκι = «όλοι οι τύποι αρχείων, ανεξαρτήτως μήκους»...
Ο συνδυασμός, με την υποχρεωτική τελεία στη μέση = «ό,τι αρχείο βρεις» = «τα πάντα όλα»...
Για όσους προλάβαμε κουμπιούτερ από τότε που βγήκαν οι λάσπες, το αστεράκι και το αγγλικό ερωτηματικό είναι από τα clopyright που ο Βασιλάκης ο Πόρτας «δανείστηκε» από το Unix...
- Μήτσο μου, να πάρω ροζ κραγιόν ή πορφυρό;
- Τι με λε ρε, πάρε αστεράκι τελεία αστεράκι και παράτα με...
Got a better definition? Add it!
Ερπετό που έχει τροποποιηθεί από τις εργοστασιακές προδιαγραφές. Πολύ.
Συνήθως πρόκειται περί καγκουριάς. Ειδικότερα:
Καμία απολύτως μηχανική βελτίωση, ώστε με το πρόσθετο βάρος όλων των παραπάνω, να μη μπορεί να πάρει τα πόδια του.
Σπανιότερα, το ακριβώς αντίθετο από τα παραπάνω:
Βελτιωμένος κινητήρας και εξάτμιση.
Απογυμνωμένο εσωτερικό (για να μειωθεί το βάρος).
Nουνός το poniroskylo...
Χτες ανεβαίναμε την Εθνική Οδό και μας πέρασε με τα χίλια ένα Fiatάκι κωλοφτιαγμένο... Ούτε που πρόλαβα να δω ποιος οδηγούσε...
Got a better definition? Add it!