Νευριάζω, γίνομαι έξαλλος, βγαίνω εκτός εαυτού.

Συνώνυμα: τα παίρνω (στο κρανίο), μου ανάβουν τα λαμπάκια.

- Ρε του τά 'χει φορέσει κανονικά μιλάμε: κέρατο με τον υδραυλικό, κέρατο με τον πιτσαδόρο, κέρατο με τον κολλητό του, κέρατο με το αφεντικό του, κέρατο μέχρι και με την αδερφή του, η παλιολέσβω!
- Πω πω πω, ούτε τσόντα νά 'τανε.
- Ρε ούτε Φώσκολος, ποια τσόντα!
- Για πότε θα την ψωνίσει άμα τα μάθει όλ' αυτά για τη δικιά του... Θα τους δούμε στις ειδήσεις, να μου το θυμηθείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Σωστός ο ορισμός. Βλ. και παίρνω ανάποδες.