1. Γιαλομιά για κάποιον που κάνει δουλειά με τον εαυτό του, ψάχνεται με την εσωτερικότητά του, αναζητεί τα βαθύτερα αίτια της ψυχοσύνθεσής του. Βλ. και την μετοχή ψαγμένος και το ψαγμενιά.

  2. Τρώω αναπάντεχο χτύπημα και δεν ξέρω τι μου συνέβη. Κυριολεκτικά, ψάχνομαι να δω αν μου λείπει κάνα κομμάτι.

  1. Μήτσο μ', θέλω να ψαχτώ λίγο, γιατί δεν είμαι ευχαριστημένη με την σχέση μας και θέλω να τα βρω πρώτα με τον εαυτό μου.

  2. Θα μας κάνει κάνα ντου η Τουρκία και θα ψαχνόμαστε.

βλ. και αυτοψυχοψάξιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

γαλλιστί: se chercher.

#2
GATZMAN

>iron
Κάτι μου θυμίζει αυτούνο

#3
MXΣ

Chercheris δηλαδή;

#4
GATZMAN

Kαι τίθεται το ερώτημα. Ο σερσερης είναι δυο φορές κύριος ή είναι μόνιμα (σερί) κύριος;