Το τελευταίο κρασί που περίσσεψε στο βαρέλι. Έχει ιδιαίτερη μυρωδιά και βαριά γεύση και είναι κάπως θολό, καθότι έχει ίχνη από το κατακάθι.
Σε κάποιους αρέσει, αλλά δεν είθισται να το προσφέρουμε.
Από το ρήμα σώνομαι = τελειώνω.
Το τελευταίο κρασί που περίσσεψε στο βαρέλι. Έχει ιδιαίτερη μυρωδιά και βαριά γεύση και είναι κάπως θολό, καθότι έχει ίχνη από το κατακάθι.
Σε κάποιους αρέσει, αλλά δεν είθισται να το προσφέρουμε.
Από το ρήμα σώνομαι = τελειώνω.
Got a better definition? Add it!
5 comments
Stravon
Γνωστές είναι εξάλλου και οι σωσματζούδες κατά το καφετζούδες οι οποίες λένε το κρασοπότηρο
Αστειεύομαι :)
Galadriel
Μπράβο μωρέ ιρονίκ.
Vrastaman
Αντώνυμο: το γιοματάρι.
Η παππουδίστικη αισθητική θέλει το οποιοδήποτε κρασί προσφέρεται ως κέρασμα να αποκαλείται σώσμα ή γιοματάρι.
iron
Σωστός! (είπε εκείνη μετά από 2 χρόνια):
γιοματάρι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ γιομάτος + κατάλ. -αρι] κρασί που προέρχεται από βαρέλι που μόλις ανοίξαμε.
από εδώ
dryhammer
Ειδικά στις ρετσίνες, που έβαζαν γύψο (CaSO4) για συντηρητικό, το σώσμα ήταν πολύ θολό.