Χόρτασα, έφαγα του σκασμού και δεν χωράει ούτε μια γουλιά νερό μέσα μου. Λέγεται και όγκωσα. Πιθανολογώ, από τη λέξη όγκος.

Βλ. και πλετήκωσα και ερέντηρα.

Ανώμαλο ρήμα με 2 μόνο τύπους: έγκωσα, έχω 'γκώσει.

- Αααααααααααααααχ! Το φχαριστήθηκα! Καιρό είχα να φάω τόσο καλά!
- Ναι, και γω, αλλά το παράκανα και έχω γκώσει άσχημα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Εκ του ρήματος «γκώνω». Λέγεται και πίγκωσα, συνώνυμα: Την τύλωσα, την πέτσωσα, την έκανα ταράτσα κ.α.

#2
Galadriel

Ελληνικό Big brother 1.

Η χοντρούλα που δεν την θυμάμαι πώς την λέγανε και μαγείρευε να τρώνε τα ρεμάλια (μετά το παιγνίδι έβγαλε και τσελεμεντέ δικό της), φτιάχνει λουκουμάδες. Πρόδρομος και Τσάκας συζητάνε για τις λουκουμάδες. Πρόδρομος (σε φαρσί Σκοπελίτικα):
-Ιλουκουμάδς μιγκών.
Τσάκας ξεκώλωμα στο γέλιο ζητάει μετάφραση. Μτφ: Οι λουκουμάδες με γκώνουν.

[mod]Ρεα την λέγαν την χοντρούλα[/mod]

#3
knasos

Δηλαδή η συντακτική ομάδα δεν μπορούσε να κάνει σχόλιο; Επρεπε να κάνει την ποζερια αυτή; Δεν θα επεφτε καθόλου στα ματιά μας, όλοι να ΟΛΟΙ παρακολουθούσαν το πρώτο Μπιγκ Μπραδερ :ρ

#4
HODJAS

@Μες: Που λέμε « με λιγώνj' το σάμαλj' »...

#5
gaidouragathos

Πως λέμε «τσιμπούριασα» η « τσιμούριασα» από το συμπαθέστατο [w=tsimpouri_2275#]τσιμπούρι[/w] που μόλις πιεί τον άμπακο και τουρλώσει στο γαίμα πέφτει επιτόπου τάβλα.
πχ:«Πήγαμι εχτε στη μπάνω Γουρνοραχούλα κι' έφαγα τρείς πήχες μπουμπάρ... Τσιμούριασα...»

#6
poniroskylo

Βλ. και αγκουσεύομαι. Μορφολογικά είναι κοντά και σημασιολογικά έχουν κοινή την δυσφορία.

#7
jesus

νομίζω το «έγκωσα» πάει στο συναίσθημα ότι αν βάλεις άλλη μια μπουκιά δεν θα κατέβει στο λαρύγγι, γιατί σου φαίνεται ότι το φαΐ έχει φτάσει μέχρι εκεί πάνω, ενώ το «όγκωσα» πα να πει ακριβώς φούσκωσα.

#8
ΠΡΩΤΕΥΣ

αααχχ...αρντάνιασα

#9
iron

είναι από το γκώνω όπως λέει ο Χοτζ και σχετίζεται με τον όγκο, όπως υπέθεσα και γω. Περισσότερα στο βιβλίο του Σάραντ Λέξεις που χάνονταιι (το έχει, βεβαίως, ως γκώνω).