Χόρτασα, έφαγα του σκασμού και δεν χωράει ούτε μια γουλιά νερό μέσα μου. Λέγεται και όγκωσα. Πιθανολογώ, από τη λέξη όγκος.

Βλ. και πλετήκωσα και ερέντηρα.

Ανώμαλο ρήμα με 2 μόνο τύπους: έγκωσα, έχω 'γκώσει.

- Αααααααααααααααχ! Το φχαριστήθηκα! Καιρό είχα να φάω τόσο καλά!
- Ναι, και γω, αλλά το παράκανα και έχω γκώσει άσχημα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified