Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.

Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].

  1. - Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!

  2. Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:

  • Όρνιο
  • Ρεντίκολο της κοινωνίας
  • Κνώδαλο
  • Μούλωξες ρε κοπρόσκυλο
  • Αίσχος του Κουτσόπυργου
  • Ρεζίλ μπασή
  • Ανάπηρο κορμί
  • Άχρηστο τομάρι
  • Τρεμουλιασμένο ψωρόγιδο
  • Ψοφίμι
  • Ψοφάλογο
  • Ζοντόβολο
  • Καρνάβαλε
  • Αρχιρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογιώργηδων
  • Τρεμολέων
  • Αίσχος της φαμίλιας μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
johnblack

Οι ύβρεις, γενικότερα η απόδοση συνθηματικών αρνητικών χαρακτηρισμών σε πρόσωπα, οι «ταμπέλες», είναι βασική παράμετρος της όλης πορείας που οδηγεί στο σχηματισμό του μοντέρνου Υποκειμένου, τη μορφοποίηση της νεωτερικής ατομικότητας. Τα λέει κι ο Φουκώ στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας.

Έτσι και το κνώδαλο: τη λέξη χρησιμοποιεί με προσποιητό, ειρωνικό αυτοσαρκασμό, ο διαβόητος καλόγερος και ποιητής Καισάριος Δαπόντες, δήθεν μετανοών για τη ματαιοδοξία του να παραγγείλει το πορτρέτο του.

[I]εγώ όμως το κνώδαλο
για να με ζωγραφίσουν
σ' ένα πανί επλήρωσα
άξιος για να με φτύσουν.[/I]