Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.
Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].
- Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!
Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:
- Όρνιο
- Ρεντίκολο της κοινωνίας
- Κνώδαλο
- Μούλωξες ρε κοπρόσκυλο
- Αίσχος του Κουτσόπυργου
- Ρεζίλ μπασή
- Ανάπηρο κορμί
- Άχρηστο τομάρι
- Τρεμουλιασμένο ψωρόγιδο
- Ψοφίμι
- Ψοφάλογο
- Ζοντόβολο
- Καρνάβαλε
- Αρχιρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογιώργηδων
- Τρεμολέων
- Αίσχος της φαμίλιας μας
1 comment
johnblack
Οι ύβρεις, γενικότερα η απόδοση συνθηματικών αρνητικών χαρακτηρισμών σε πρόσωπα, οι «ταμπέλες», είναι βασική παράμετρος της όλης πορείας που οδηγεί στο σχηματισμό του μοντέρνου Υποκειμένου, τη μορφοποίηση της νεωτερικής ατομικότητας. Τα λέει κι ο Φουκώ στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας.
Έτσι και το κνώδαλο: τη λέξη χρησιμοποιεί με προσποιητό, ειρωνικό αυτοσαρκασμό, ο διαβόητος καλόγερος και ποιητής Καισάριος Δαπόντες, δήθεν μετανοών για τη ματαιοδοξία του να παραγγείλει το πορτρέτο του.
[I]εγώ όμως το κνώδαλο
για να με ζωγραφίσουν
σ' ένα πανί επλήρωσα
άξιος για να με φτύσουν.[/I]