Ντινέλι Η κατακόρυφη βουτιά από τα γιοφύρια του Αιτωλικού
Παράδειγμα εδώ - Πάμε για ντινέλια από τα γιοφύρια - Ναι έχει μπασά (επόμενο post) σήμερα
Ντινέλι Η κατακόρυφη βουτιά από τα γιοφύρια του Αιτωλικού
Παράδειγμα εδώ - Πάμε για ντινέλια από τα γιοφύρια - Ναι έχει μπασά (επόμενο post) σήμερα
Got a better definition? Add it!
Ο πεταχτός κώλος, ο κώλος που αψηφά την βαρύτητα, η καμπύλη του είναι ίδια με του μπουζουκιού. Συναντιέται κυρίως σε παραλίες ή σε εξόδους σε νυχτερινά κέντρα.
- Τι λε ρε παιδί μου, κοίτα τι περνάει απέναντι.
- Άσε ρε φίλε, μπουζουκόκωλος να σου βγάλει το μάτι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που παίρνει μέρος σε πορείες, ακόμα και αν δεν τον αφορούν, ακόμα και με την μορφή πληρωμής ανεξαρτήτως πολιτικών θέσεων.
- Κωστάκη την Τρίτη έχει πορεία για να στηρίξουμε το κυβερνητικό έργο είσαι;
- Τι λες ρε μαλάκα θα φάμε γιαούρτια.
- Δεν πειράζει, 50 ευρώ το κεφάλι, τι είναι λίγα γιαούρτια.
- Πω ρε φίλε είπαμε με μια φορά πούστης δε γίνεσαι, αλλά εσύ έχεις γίνει εντελώς συλλαλητήριος.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Οι κουράδες, σκατά του αλόγου, μεγάλες και βρωμερές. Συνήθως απαντώνται σε ιππικούς ομίλους ή σε πανηγύρια με παρελάσεις αλόγων.
- Ρε Μήτσο, τι έπαθα χθες...
- Τι ρε φίλε, με ανησυχείς.
- Γυρίζοντας σπίτι από το μπαρ πάτησα μια κουρατζίνα και την έφερα σπίτι, το τι άκουσα από την κυρά Λένη δεν λέγεται.
βλ. και τούρτα, νάρκες, ναρκοπέδιο
Got a better definition? Add it!
Ο ζωηρός, αυτός που κάνει ζημιές, αταξίες. Χαρακτηρισμός κυρίως για μικρά παιδιά. Ίσως το δεύτερο συνθετικό, αν πούμε ότι είναι σύνθετη λέξη, αναφέρεται στην ταραχή που προκαλεί ο χαρακτηριζόμενος.
- Αργυρώ, πού είναι το παιδί;
- Στο δωμάτιό του, διαβάζει σίγουρα.
- Μου αρέσει η σιγουριά σου... αυτός ο τζουχατάραχας πάλι καμιά διαολιά κάνει.
Got a better definition? Add it!
Ορισμός που δηλώνει την αντίδραση σε κάποιον που δεν σε πιστεύει όταν έχεις καταφέρει κάτι, αγοράσει κάτι και γενικώς γεννά δυσπιστία από τον απέναντι για την επιτυχία σου.
Τύχες ονομάζονται παλιά τα αυτοκόλλητα που υπήρχαν σε χαρτάκια π.χ. panini με ποδοσφαιριστές, αυτοκίνητα κ.λ.π.
- Τι εγινε ρε Μήτσο, καινούργιο το εργαλείο, πού το κονόμησες ρε φίλε, εσύ μέχρι χθες γυρνούσες με ποδήλατο.
- Το βρήκα στις τύχες φίλε μου, αυτοκίνητο με τα όλα του, άντε και στα δικά σου γιατί βαρέθηκα να σε βλέπω να γυρνάς με τα πόδια.
Got a better definition? Add it!
Ο βήχας που προέρχεται από έντονη σωματική δραστηριότητα (γέλιο, εκπνοή δυνατή κ.λπ.). Αδυναμία αναπνοής και πόνος στο λαιμό.
— Άντε ρε παππού φύσα δυνατά να κάνουμε την εξέταση.
— Δεν μπορώ παιδάκι μου, καρκώνομαι.
Got a better definition? Add it!
Κάτι σαν να λέμε σήμερα ντουλάπα. Ο γίκος στα παλιά σπίτια ήταν το μέρος όπου στοιβάζονταν σε διάφορα μέρη, καθώς δεν υπήρχε χώρος, παπλώματα, κουβέρτες, βελέτζες κ.λ.π. η μια πάνω στην άλλη, και τα κάλυπταν με ένα σεντόνι. Χώρος αποθήκευσης.
Χειμώνιασε, πρέπει να βγάλουμε τις βελέτζες από τον γίκο να πάρουν αέρα.
Τράβα στον γίκο και κατέβασε τις κουβέρτες, άντε γιατί το βράδυ θα κρυώσουμε.
Got a better definition? Add it!
Παφίλια λέγαμε μικρότεροι τα μεταλλικά καπάκια από τα αναψυκτικά.
Για να εξηγήσω, παίρναμε τα καπάκια, τα χτυπάγαμε μέχρι να γίνουν λεία. Τα μεταφέραμε σε σακούλες και μαζευόμασταν και τα παίζαμε στα χαρτιά, ελλείψει χρημάτων. Ενίοτε τα παίζαμε σαν τράπουλα, αν δεν είχαμε χαρτιά. Η ονομασία από τον πάφλα που ανάφερα πριν.
— Μια σακούλα παφίλια έφερα, δεν μου την γλυτώνεις σήμερα.
— Μπα, δεν σε βλέπω ικανό, θα τα κλαις σε λίγο φίλε μου.
Got a better definition? Add it!
Πάφλας λέγεται ο τσίγκος, ένα μεγάλο κομμάτι από τσίγκο που καλύπτει διάφορα μέρη από κατασκευές, μπαλώματα στα παλιά σπίτια, διότι φθηνό και βολικό.
— Έχεις κανένα κομμάτι πάφλα να καλύψω το γκαράζ γιατί γέμισε νερά;
— Φίλε ό,τι θες, μόνο κάρφωσέ το καλά.
Got a better definition? Add it!