1. Ο τυπάς που ξημεροβραδιάζεται στις τσόντες.

  2. Αυτός που νομίζει ότι η καθημερινή του ζωή είναι μια τσόντα

Ρε συ ξέρεις όλες τις πορνοστάρ απ' έξω, τσόνταρχος έχεις γίνει.

βλ. και τσοντόβιος, πορνόβιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
The_Tongue

Φτηνός νεολογισμός -.-