Αλαμάω καρέκλες = φεύγω, αμολάω, σπάω, παίρνω τον πούλο, Κοινώς την πουλεύω..

Μάγκες, αλαμάω καρέκλες... (= Μάγκες φεύγω..)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

καλοστηνα και σιδεροκεφαλη να μου επιτρεψις να πο οτι αλο περνω τον πουλο που σημενη με διοχνουν
και αλο την πουλευω δηλαδη φευγω απο μονος μου
5 5

#2
poniroskylo

Μήπως κάποια συγγένεια με αυτά: αλεμάο και αλεμάο κάργα;