Αλαμάω καρέκλες = φεύγω, αμολάω, σπάω, παίρνω τον πούλο, Κοινώς την πουλεύω..

Μάγκες, αλαμάω καρέκλες... (= Μάγκες φεύγω..)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified