Η έκφραση αναφέρεται στις ζάρες που εμφανίζονται στα δάκτυλα, μετά από παρατεταμένη έκθεση σε υγρό περιβάλλον. Αυτές οι ζάρες κάνουν τα χέρια μας να μοιάζουν με τα χέρια του παππού. Δηλαδή παππουδιάζουν.
Σλανγκιά άμεσα συνδεδεμένη με τα νιάτα μας. Το παππούδιασμα ισοδυναμούσε για τις μαμάδες μας, το καμπανάκι για να μας βγάλουν έξω από το νερό!!!
— Νικολάκη παιδί μου, βγες έξω. Καλά είναι πια.
— Λίγο ακόμα ρε μαμά.
— Θα παππουδιάσεις ρε παιδί μου, τόση ώρα στο νερό!!!— Τι έγινε χθες;
— Με τη Λίλιαν, εννοείς;
— Όχι, με τις προγραμματικές δηλώσεις ρε σάχλα. Με τη Λίλιαν βέβαια..
— Πολύ καβλωμένη ρε παιδί μου... Υγρή... Παππούδιασε το πιπί μου...
11 comments
giorgiles
Το πιπί;
vikar
Σωστός (και πάλι) ο έλεκτρον!... Εγώ το ακούω και λέω μπαμπουδιάζω --το οποίο μπαίνω σε πειρασμό να ετυμολογήσω απ' το μπάμπω, αλλα κρίνοντας απ' την κατάληξη μάλλον απ' το παππουδιάζω θα βγαίνει κι' αυτό.
electron
πιπί; Οταν περιτριγυρίζεσαι από παιδιά, αλλάζει και το λεξιλόγιο! Έχω ξεχάσει πως αλλέως λέγεται!!! Καλά και υπάρχει και το σλανγκρ, για να θυμάμαι κανα συνώνυμο!
giorgiles
χα χα σωστο σε βρισκω
beth
το βρισκεις και με την κυριολεκτικη εννοια πχ παππουδιασε ο Μητσος χ8ες μιση μπυρα ηπιε και μετα σπιτι
Επισκέπτης
και παπαδιάζω...
BuBis
για όρχεις και σταφιδιάζω...
Galadriel
Και παππουλιάζω. Ωραίο λήμμα.
GATZMAN
Ναι μπράβο. Παντρεύει το παππουδιάζω με το μουλιάζω
iron
Στις Λέξεις που χάνονται ο Σάραντ λέει ότι προέρχεται από την «παπούδα, το σαρκώδες μέρος των καρυδιών και των αμυγδάλων, που έχει παρόμοιες ζαρωματιές».
dryhammer
Υπάρχει και το συνώνυμο «φαφουτιάζω» (όχι απ΄τον φαφούτη) στα Σερραικά)