Η χειρωνακτική εργασία του μάστορη η οποία γίνεται σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά αποφέρει σπουδαία αποτελέσματα.

- Καλά, σου λέω έκανα ένα μερεμέτι στον Κωστή άλλο πράγμα!
- Τελέρε παιδί μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Τουρκική λέξη «μερεμέτ», παρόμοια σημασία.

#2
electron

να σε μερεμετίσω, σημαίνει και το «προφανές»

#3
gaidouragathos

Δέτε καλαφατίζω ναπιάσετε το νόημα.Κάτι μου λέ οτι ο αυτοκτώ (σαν Κοκτώ) το ξέ.

#4
iwn

meremet είναι η πρόχειρη επισκευή, η πρόχειρη επιδιόρθωση

#5
iron

και ως εκ τούτου η μπούρδα, η αρλούμπα.