Έκφραση η οποία χρησιμοποιείται στα μπουζούκια, όταν ένας οργανοπαίχτης θέλει να δηλώσει εγκάρδια τον θαυμασμό του σε κάποιον συνάδελφό του.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί γενικότερα ως ένδειξη θαυμασμού και στο γήπεδο, στο καφενείο, από φίλο σε φίλο κλπ.

- Άσε Τάκη... Σήμερα στην μπάλα έβαλα 3 γκολ!
- Πώς γαμάς έτσι αγόρι μου!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθωσπρέπει κυράτσα. Αυτή η οποία προσέχει την εμφάνισή της.

- Όμορφη είσαι σήμερα Καίτη μου!
- Ε αφού ξέρεις Θωμαή! Είμαι κοκέτα!

Λυσιστράτη. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πόμολο, ή αλλιώς για τους μάγκες και τους μάστορες η κωλόμπα, η λινάτσα.

- Πάτροκλε, έλα δω καλέ να σου δείξω την καινούρια μου κολεξιόν!
- Ίσα μωρή πετούγια!

Το πόμολο κυριολεκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χειρωνακτική εργασία του μάστορη η οποία γίνεται σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά αποφέρει σπουδαία αποτελέσματα.

- Καλά, σου λέω έκανα ένα μερεμέτι στον Κωστή άλλο πράγμα!
- Τελέρε παιδί μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τύπισσες που δεν φοράνε στρινγκ αλλά πεινάει ο κώλος τους και τρώει όλο το βρακί μέσα.

Η έκφραση αυτή είναι παραποίηση του γνωστού ποτού piña colada.

- Κοίτα την Λουκία ρε... Στρινγκ φοράει;
- Όχι ρε ηλίθιε. Αυτή είναι πείνα-κωλάρα. Της έχει μπει όλο το βρακί στον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.

Ρε σάπιε με τη Λόλα πηδιέσαι; Πήγα πέρυσι διακοπές με τη φρου-φρου και μας άκουσε όλο το κάμπινγκ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπασμένη γκόμενα που δεν μιλάει, δεν πηδιέται, δε χρησιμεύει σε τίποτα. Σαν το κοτσάνι του καλαμποκιού όταν το 'χεις φάει. Το πολύ πολύ να το βάλεις στον κώλο σου άμα σε πιάσει κόψιμο (=κολοκυθοβούλωμα)

-Τί τα έχεις ακόμα με την Βιβή ρε μαλάκα; Τελείως κολοκυθοβούλωμα είναι η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published

Τύπος χωμένος στο μουνί της γκόμενας μέχρι το λαιμό. Αλλιώς και σκαλτσόνας ή πεϊνιρλής.

-Πάμε στο galea σήμερα να βρούμε κανα μουνί;
-Όχι, δεν μπορώ απόψε. Θα είμαι με την Βαρβάρα.
-Ε είσαι και πολύ τυρόπιτας!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος που έχει χεσμένη την φωλιά του.

-Κεράτωσα τη Μαίρη και νιώθω άσχημα... Θα της πάρω κανα δώρο να της ρίξω στάχτη στα μάτια.
-Είσαι και πολύ σκατόλουμπας βρε αδερφάκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το «ωραίος» (και κυρίως το «σσσ'ωραίοςςς»), το οποίο υποδηλώνει μια σωστή και τσίλικη πράξη.

-Έδειρα τον Τζώννυ, γιατί την έπεφτε στη Νίτσα την αδερφή μου.
-Ζαγοραίος..!

(από acg, 19/04/08)(από Khan, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified