Ἡ λέξι συναντᾶται στὸ στρατό καὶ σημαίνει καθαρισμὸ μιᾶς ἐκτάσεως, οἰκοπέδου κλπ ἀπὸ τὰ ξερὰ χόρτα (κατ' ἐπέκτασιν καὶ ἄλλα ἄχρηστα), μὲ κύριο σκοπὸ τὴν πρόληψι πυρκαϊᾶς.
Ἡ ὀρθογραφία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐτυμολόγησι τῆς λέξεως, κατὰ τὸ τί ἐννοεῖ ἐκεῖνος ποὺ τὴν λέει.
Κάποιοι ὑπαξιωματικοὶ ἔχουν στὸ μυαλό τους ὅτι θὰ ρίξουν μέσα τὰ φαντάρια καὶ θὰ τὰ ξηλώσουν ὅλα (ἐξηλώνω: ξεκαρφώνω > διασπῶ > ἀποσυνθέτω, τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει κάπως κοντὰ στὸ ἀποκαθαίρω, ποὺ θέλει νὰ πῇ ὁ ποιητής).
Κάποιοι ἄλλοι, πιὸ πεζοὶ τύποι, τὸ βλέπουν ὡς ἀπὸ-ξύλωσι (ἀφαίρεσι τῶν ξύλων > κλαδιῶν > ξερῶν χόρτων κλπ εὐφλέκτων). Σημειωτέον ὅτι ξύλον στὴ μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ εἶναι ὁ,τιδήποτε ἀποτελεῖται ἐξ ὕλης (καυσίμου ὕλης στὴν ἀρχαία, πρβλ καὶ ὑλοτομία).
Πάντως, ὅποιo καὶ νὰ εἶναι τὸ νόημα, ἡ λέξι εἶναι παρετυμολογική, καὶ συνεπῶς slang.
11 comments
BuBis
Aγαπητέ Αίαντα, νομίζω ότι το σωστό είναι αποψίλωση και προέρχεται από το ρήμα αποψιλώνω, ήτοι απογυμνώνω μιαν έκταση, την κάνω χέρσα καταστρέφοντας τη βλάστησή της, την αποφαλακρώνω: «αποψιλώθηκαν πολλά δάση από τις πυρκαγιές».
Μάλλον το αποξύλωση είνα παραετυμολογία αυτής αλλά φυσικά αποδεκτή σαν slang, αφού χρησιμοποιείται τα μάλα, ιδίως από καραβανάδες...
Γιώργος Ζάκκης
Προς BuBis: Θεωρείται δεδομένον το ότι ο Αίας γιγνώσκει την λέξη αποψίλωση!
BuBis
Προφανῶς, ἀλλά δέν τήν περιέλαβεν εἶς τόν ὅρισμόν τού...
aias.ath
Ὀρθῶς Bubis, χάζεψα καὶ δημοσίευσα πρὶν ὁλοκληρώσω.
Επισκέπτης
Μιὰ καὶ τὄφερ' ἡ κουβέντα: Τὸ ψιλὸς καὶ ψωλός ἔχουν παρεμφερὲς νόημα καὶ προέρχονται ἀπὸ τὸ ρῆμα ψά-ω ψῶ (κλίνεται ψῇς, ψῇ κλπ, ἀπαρ. ψῆν, ψήσω, ἔψησα), ποὺ ἀρχικὰ σημαίνει τρίβω, ἀποτρίβω>>>μαδῶ>ἀποψιλώνω. Ἡ λέξι ψόλος εἶναι ἄσχετη καὶ σημαίνει αἰθαλώδης, ὁ μαυρίζων ἀλλὰ μὴ καίων.
Καὶ μή δῶ τίποτε σχόλια τύπου: «...δὲ γαμεῖς ψηλὰ καπέλλα ρὲ μάστορα...»
Galadriel
Γιατί;
Vrastaman
Για αυτό ;-)
Khan
1-0.
Σπεκ για την ετυμολογία του ψωλή!
BuBis
σχετικό: πευκοβελόνινγκ
Galadriel
Καλέ κάτσε να μου εξηγήσει ο άθρωπος, το ψηλά καπέλα είναι λάθος και το σωστό είναι ψιλά καπέλα;
aias.ath
@Mes
Τὰ ψηλὰ καπέλλα εἶναι μιὰ χαρά, ἁπλῶς κάνω λίγη «ψιλὴ» πλακίτσα μὲ τὴν ὁμοηχία ψηλός, ψιλός.