Ειδική αντρική κόμμωση που αποσκοπεί σε απόκρυψη του καραφλάζ με το μαλλί που έχει απομείνει. Συνήθως αφήνεται «ουρά» μεγάλου μήκους, η οποία, με κατάλληλη τεχνική περιβάλλει εν είδει σαρικίου το μέρος που πάσχει από αλωπεκία (καράφλα).
Ω, ρε σαρίκι ο Νίκος!
Φύσηξε και του' φυγε το σαρίκι, δυο μέτρα αλογοουρά.
Με γεια το σαρίκι!
3 comments
Vrastaman
Στος! Βλ. και φλοκάτη (για να ευλογήσω τα γένια μου)...
xalikoutis
ωραίο και σπεκ γιατί όντως το σαρίκι οφείλει να κρύβει και μέρος από το απάνω μέρος της κεφαλής και όχι να φοριέται σα κορδέλα τενίστα
panos1962
Συνοδεύεται συνήθως από χωρίστρα πάνω ακριβώς από το αυτί.