Selected tags

Further tags

Υποκοριστικό του καράφλα που χρησιμοποιείται σε μέρη της Βόρειας Ελλάδας

Εκείνος εκεί ο καρίφλας γυαλίζει απο χιλιόμετρα

καράφλα, επίδειξη

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό του φαλάκρα.

-Ε μικρέ δες το μαλλάκι του Μικρέ.
-Χαχα άστα φάλας έγινε.

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι ολοκληρωτικά φαλακρός. Προσαρμόζω τον εξοπλισμό μου ανάλογα με τις συνθήκες.
Εναλλακτικά "σφουγγαρίζω τη πλατεία".

-Είδα τον Παύλο χτες ρε, αγνώριστος, τον θυμάσαι πρώτο έτος με τις αλυσίδες, τα αμάνικα και τη μαλλούμπα;
-Τι έγινε κυριλέ;
-Ράφλας έγινε.
-Τι λες ρε μαλάκα; Μαδάει κι αυτός;
-Ρε χτενίζεται με χαρτομάντηλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κεφαλιά από καραφλό ποδοσφαιριστή. Συνήθως είναι πολύ δυνατότερη από την κοινή κεφαλιά.

- Πάλι κουβά σήμερα..
- Τι είχες παίξει;
- Καραφλιά του Zidane από ημίχρονο...
- Ωραίος, στ' αρχίδια μας.
- Άντε ρε γαμήσου... κάθομαι και σου μιλάω κιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για ένα κεφάλι κουρεμένο σύρριζα, ένα φαλακρό κεφάλι ή για κούρεμα με την ψιλή. Σπάνια το συναντάμε και ως «γούλα». Η λέξη γουλί όμως έχει και άλλες έννοιες:

  1. Το μέρος της ρίζας των φυτών που τρώγεται.

  2. Το βότσαλο, εξ ου και πολλές παραλίες στην Ελλάδα έχουν αυτό το όνομα.

  3. Καθετί λείο και γυμνό σαν το κλειστό λάχανο λέγεται επίσης γουλί.

- Ο Νάσος κουρεύτηκε γουλί!
- Για πάμε να του κάνουμε σύννεφο!

(από boulgaroktonos, 23/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι βέβαια ο «ερωτικά ακόρεστος και με μεγάλες επιδόσεις εραστής» (ορισμός Σενέκα), αλλά κυρίως είναι ο φαλακρός υπεργαμιάς / ούμπερ-γαμίκουλας, δηλαδή ο φαλακρός και φαλλακρός, σύμφωνα με την φαλλογοκεντρική κατασκευή που λέει ότι η φαλάκρα οφείλεται σε υπερβολή τεστοστερόνης, οπότε οι φαλακροί είναι οι καυλύτεροι γαμιάδες.

Βλ. και την σπαραξικάρδια υπαρξιακή αναφορά του Νίκου Πιπ. στο Ξυπόλυτο Σκαλπ: «η τραγική ειρωνεία μιας φύσης που σου δίνει έξτρα τεστοστερόνη για να πηδάς περισσότερο, αλλά φροντίζει αυτή να σου ρίχνει τα μαλλιά για να μη βρίσκεις γκόμενα». Αυτά βέβαια δεν ισχύουν για τους Γκουσγκούνηδες, οι οποίοι βρίσκουν πάντα γκόμενα χωρίς ποτέ να φλερτάρουν (ο Κώστας Γκουσγκούνης είχε δηλώσει σε συνέντευξη ότι δεν είχε ποτέ φλερτάρει στην ζωή του, καθώς φλερταριστό μουνί, ξινό γαμήσι), αλλά όποτε έπρεπε να πει παραπάνω από τρεις ατάκες εγκατέλειπε την γκόμενα και τράβαγε γι' άλλη).

Ο Γκουσγκούνης, λοιπόν, ως έκφραση είναι το ελληνικό αντίστοιχο των Γιουλ Μπρίνερ και κότζακ συν το γαμιάς. Η έκφραση κυκλοφορεί και ως γιος του Γκουσγκούνη, κατά το του κοκακόλα ο γιος. Στην γουτσιστική εκδοχή κάνει και γκουζγκούνινγκ.

- Καλά πώς την έχει δει ο γλόμπος και τραβάει το θεόμουνο! Τελικά τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια ρε φίλε!
- Άκυρο. Λένε ότι το αβγό είναι προικισμένο! Του Γκουσγκούνη ο γιος ένα πράμα.
- Ας μην είχε την βιοτεχνία του μπαμπά στη Νέα Ιωνία και σού 'λεγα εγώ...

Επικαιροποίηση της γκουζγκούνειας φαλάκρας. (από Khan, 14/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως σημαντική υποπερίπτωση εναλλακτικού ορισμού, κατά τον οποίο αβγό είναι «κάτι που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού» θα αναφέρω ότι αβγό λέγεται και ο φαλακρός. Και μιλάμε περισσότερο για τους φαλακρούς νέας κοπής που παραδέχονται εξαρχής ήττα και τα ξυρίζουν αντί να δώσουν την μάχη οπισθοφυλακής με καραφλάζ ή να κάνουν πανηγυρική αναπλήρωση ως καραφλοχαίτουλες. Ως αβγό εννοούμε είτε το κέλυφος άσπρου αβγού, είτε και το ξετσοφλιασμένο βραστό αβγό. Ορισμένοι μάλιστα έχουν ωόσχημο κεφάλι (οβάλ) κάνοντας την ομοιότητα ακόμη πιο εντυπωσιακή.

Πού μαζευτήκανε πέντε αβγά στην παρέα. Σιγά, θα τυφλωθούμε από την φωτοχυσία!...

(από Khan, 10/01/11)Θα σε καταγγείλω πονηρέ ωοειδή (από Khan, 19/01/11)Αυγό και με τις 2 σημασίες (αλλά και με άλλες από αυτές που έχουμε). (από Khan, 28/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική αντρική κόμμωση που αποσκοπεί σε απόκρυψη του καραφλάζ με το μαλλί που έχει απομείνει. Συνήθως αφήνεται «ουρά» μεγάλου μήκους, η οποία, με κατάλληλη τεχνική περιβάλλει εν είδει σαρικίου το μέρος που πάσχει από αλωπεκία (καράφλα).

  1. Ω, ρε σαρίκι ο Νίκος!

  2. Φύσηξε και του' φυγε το σαρίκι, δυο μέτρα αλογοουρά.

  3. Με γεια το σαρίκι!

Μάκης Κοψίδης (από panos1962, 01/11/09)Ινδικό σαρίκι ή τουρμπάνι  (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι γνωρίζομεν τας αρνητικάς επιπτώσεις της ανδρικής αλωπεκίασης, ειδικά όταν επρόκειτο δια να προσεγγίσομεν το έτερο φύλο. Ωσεκτουτού, ίνα διασκεδάσωμεν την όλη κατάσταση και δια να σατυρίσομεν το γεγονός της μη χρήσης πλέον σαμπουάν, χρησιμοποιούμεν τον όρο «Karafline» (εκ του καράφλα και line) δια να δώσουμε μία πιο μονδέρνα εκδοχή στο όλο θέμα.

Αρίστανδρος: «Εμ, Υφικλή... δεν θέλω να σε απογοητεύσω αλλά... τα μαλλιά σου σού λένε αντίο!»
Υφικλής: «Δεν υφίσταται τέτοιο θέμα φίλτατε, αφού κάμω χρήσιν ειδικού σαμπουάν!»
Αρίστανδρος: «Και ποίο λέγω είναι αυτό;»
Υφικλής: «Χρησιμοποιώ μόνο προϊόντα της σειράς Karafline!»
Αμφότεροι: «Χε χε χε!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified