(ουσ., θηλ.). Άκρως slang λέξη του θυμόσοφου ελληνικού λαού. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τις λέξεις ξινομούνα, φαρμακομούνα, αραχνομούνα, στρειδομούνα.

Συνήθως της προσδίδεται μεταφορική έννοια, για να περιγράψει το νευρικό (''πάλι έχω τα νεύρα μου σήμερα'') δύστροπο, απροσάρμοστο, ξινό, υπεράνω έως κι αντικοινωνικό θηλυκό.

Επίσης συχνά αναφέρεται σε μια κατά τα άλλα νορμάλ αλλά πολύ ντεκαβλέ (''ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γαμούσα'') γκόμενα.

Εξαιρετικά σπάνια δε, συναντάμε τη λέξη με την κυριολεκτική της έννοια, ανεφερόμενη σε θηλυκά με αποκρουστικά τρισάθλιο μουνόγαλα.

- Τι μουνέτο είναι αυτή η Μαρία ρε συ!!
- Καλό ρε Νίκο δε λέω... Αλλά πολύ πικρομούνα από ό,τι λένε..
- Μακριά από μας........!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified