Ασύφταο. Μία λέξη που πηγάζει καθαρά από την Ιθάκη και είναι συνώνυμη του ζωηρός, ανήσυχος κλπ.

- Γιαγιά πάω έξω με τα παιδιά να παίξουμε.
- Πάλι έξω θα πας μωρέ ασύφταο; Τσακίσου κάτσε μέσα να διαβάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

υπάρχει ήδη το ασίφταος, κ μάλλον για να αποφασίσουμε για την ορθογραφία μας χρειάζεται ετυμολογία..σε ακούμε θείο.