Ασύφταο. Μία λέξη που πηγάζει καθαρά από την Ιθάκη και είναι συνώνυμη του ζωηρός, ανήσυχος κλπ.
- Γιαγιά πάω έξω με τα παιδιά να παίξουμε. - Πάλι έξω θα πας μωρέ ασύφταο; Τσακίσου κάτσε μέσα να διαβάσεις.
Got a better definition? Add it!
Published 2009-12-05 23:54:00+00:00 Last modified 2009-12-08 20:06:15+00:00
jesus
2009-12-08 20:05:13+00:00
υπάρχει ήδη το ασίφταος, κ μάλλον για να αποφασίσουμε για την ορθογραφία μας χρειάζεται ετυμολογία..σε ακούμε θείο.
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
1 comment
jesus
υπάρχει ήδη το ασίφταος, κ μάλλον για να αποφασίσουμε για την ορθογραφία μας χρειάζεται ετυμολογία..σε ακούμε θείο.