Ασύφταο. Μία λέξη που πηγάζει καθαρά από την Ιθάκη και είναι συνώνυμη του ζωηρός, ανήσυχος κλπ.
- Γιαγιά πάω έξω με τα παιδιά να παίξουμε.
- Πάλι έξω θα πας μωρέ ασύφταο; Τσακίσου κάτσε μέσα να διαβάσεις.
You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.