Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Ασύφταο. Μία λέξη που πηγάζει καθαρά από την Ιθάκη και είναι συνώνυμη του ζωηρός, ανήσυχος κλπ.

- Γιαγιά πάω έξω με τα παιδιά να παίξουμε.
- Πάλι έξω θα πας μωρέ ασύφταο; Τσακίσου κάτσε μέσα να διαβάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified