Σύνθετη λέξη, ψίχα + μπουκούνια (το μπουκούνι θα το αναλύσουμε κάποια άλλη στιγμή).

Η λέξη ψιχομπούκουνα, λοιπόν, χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις και εκφράζει κυρίως την διάσπαση ενός υλικού σε πολλά κομμάτια (π.χ το σπάσιμο ενός ποτηριού) αλλά χρησιμοποιείται επίσης και ως ένας εξαναγκαστικός, απαιτητικός, επιβλητικός τρόπος για να επιβάλλουμε σε κάποιον να κάνει κάτι που δεν ειναι της θελησης του.

(Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της αυστηρής γιαγιάς)

- Ελάτε να φάμε
- Εγώ δεν πεινάω, και δε μ' αρέσει και το φαγητό
- Τσακίσου, έλα να φας
- 'Οχι, δεν έρχομαι, είπα.
- Γίνε 7000 ψιχομπούκουνα και έλα κάτσε στο τραπέζι να φας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Καλό!
Έχω την εντύπωση, οτι μπουκούνα/μπουκουνιά είναι η μπουκιά/κομμάτι ψωμί στην κρητική εκ του ιταλ. bocca (στόμα) / boccone=μπουκιά π.χ. in bocca lupo/crepi il lupo=στο στόμα του λύκου και να ποθάνει=(καλή τύχη) και ισπανικά bocado=μπουκιά / bocata=σάντουιτς στην αργκό π.χ. λένε οι ζητιάνοι dame pa' un bocata tio = δώμου κάτι να φάω ένα σάντουιτς.