Κυριολεκτικώς, πρόκειται για το μηχάνημα που κάνει κούρμπες (=καμπύλες) στις σιδηρόβεργες. Μεταφορικά, περιγράφει άνθρωπο που μυείται τόσο πολύ στο άθλημα που λέγεται «σεξ» ώστε να στραβώνει πέη.

- Φιλαράκι ωραία γκόμενα η Μαρία, έτσι;
- Άσε ρε το πουταναριό, ο κώλος της σκέτος κουρμπαδόρος είναι, έχει στραβώσει ψωλές και ψωλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Σωστός και παραστατικός!

Κούρβα, κούρμπα είναι, βέβαια, η πουτάνα στις σλάβικες γλώσσες.

#2
HODJAS

Ωραίος! (5Χ2)