Κυριολεκτικώς, πρόκειται για το μηχάνημα που κάνει κούρμπες (=καμπύλες) στις σιδηρόβεργες. Μεταφορικά, περιγράφει άνθρωπο που μυείται τόσο πολύ στο άθλημα που λέγεται «σεξ» ώστε να στραβώνει πέη.
- Φιλαράκι ωραία γκόμενα η Μαρία, έτσι;
- Άσε ρε το πουταναριό, ο κώλος της σκέτος κουρμπαδόρος είναι, έχει στραβώσει ψωλές και ψωλές.