Στη νεοδημοτική «περήφανος στ' αφτιά». Σημαίνει αυτόν που δεν ακούει καλά, τον βαρήκοο. Η ετυμολογία της έκφρασης δεν είναι ακριβώς γνωστή, αλλά εικάζω ότι οφείλεται στην αύξηση της έντασης της φωνής, οπότε είναι σαν το αυτί να μην δίνει σημασία, να αγνοεί κάποιον που μιλάει με σε κανονική ένταση· θέλει ιδιαίτερη αντιμετώπιση, είναι «περήφανο».

- Πάω στο γενικό να του κάνω παράπονα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση.
- Πάνε, αλλά μίλα δυνατά, είναι λίγο περήφανος στ' αυτιά.

Ρε, μη φωνάζετε, σας ακούω! (από panos1962, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified