Τον άρπαξε από τον σβέρκο κυριολεκτικά.
Επίσης: έφαγε μια σβερκιά (φάπα).
Τον σβέρκωσε και αμέσως ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ να παλεύει, έτσι τον κουτούπωσε και του φόρεσε τα βραχιόλια ο μπάτσος.
Τον άρπαξε από τον σβέρκο κυριολεκτικά.
Επίσης: έφαγε μια σβερκιά (φάπα).
Τον σβέρκωσε και αμέσως ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ να παλεύει, έτσι τον κουτούπωσε και του φόρεσε τα βραχιόλια ο μπάτσος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
deinosavros
Παράβαλε και το τουρκικό yakalamak = συλλαμβάνω, κατά κυριολεξία πιάνω από τον γιακά.
patsis
Βλ. γιακαδιάζω.