Τον άρπαξε από τον σβέρκο κυριολεκτικά.
Επίσης: έφαγε μια σβερκιά (φάπα).
Τον σβέρκωσε και αμέσως ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ να παλεύει, έτσι τον κουτούπωσε και του φόρεσε τα βραχιόλια ο μπάτσος.
Τον άρπαξε από τον σβέρκο κυριολεκτικά.
Επίσης: έφαγε μια σβερκιά (φάπα).
Τον σβέρκωσε και αμέσως ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ να παλεύει, έτσι τον κουτούπωσε και του φόρεσε τα βραχιόλια ο μπάτσος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προφανώς η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος (σβερκωμένος) είναι ακόμα πιο γενική, όπως έχει ειπωθεί σε περιπτώσεις ξυλοδαρμού...
-Ρε κάτι βλαμμένα πειράζουν τον αδελφό σου, για έλα....
-(Μεγάλος Αδελφός:) Άμα τα σβερκώσω τα μαλακιστήρια θα σου πω εγώ μετά...
Got a better definition? Add it!
Published