Κοιμήσης, υπναλέος. Έχει δλδ τις τούφες στο τσεπάκι.

Αυτός που κοιμάται όρθιος.

Αυτός που κοιμάται και στον ύπνο του.

Και γενικότερα ο αργόστροφος, όποιος δεν πολυστροφάρει. Ο βραδείας καύσεως τύπος, που παίζει να καίει μαζούτ ή κάρβουνο.

Λέγεται πολύ στο στρατό, ενίοτε ως το αντίθετο του μάχιμου.

  1. (στρατός)
    - Λοιπόν, μάζεψε και κανα δυο τρεις μάχιμους ακόμα, και πηγαίντε στην αποθήκη, εκεί που έχουμε τα αρχεία. Θα ξηλώσετε τα παλιά σιδερένια ράφια για να περαστούν καινούργια.. Και πρόσεξε μη μου κουβαλήσεις καναν τούφα όπως την προηγούμενη φορά, θέλω η δουλειά να γίνει στο τσακ-μπαμ.

  2. Τι τούφας αυτός ο Βασιλάκης ρε φίλε... Να του την πέφτει η γκόμενα χύμα κι αυτός να μη νιώθει κάστανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
johnblack

Eυχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε. Σου εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος...

#2
Khan

Να μας εξηγήσετε λίγο πώς βγαίνει, πώς είναι ο συνειρμός;

#3
vikar

Χάν, ξαναπάτα το λίνκ στο «τούφες» που γράφει ο τζόνι (μόλις έγινε πιό συγκεκριμένο).

#4
HODJAS

Ρήμα ιταλικό tuffarsi = βουτάω (εδώ εν. στο κρεβάτι, παλιότερα έλεγαν «έπεσε στα ρούχα και τον πήρε μονορούφι»=τον ύπνο).

#5
Vrastaman

Προφ έχει τις ρίζες του στα καλιαρντά (αβέλω τούφες).

#6
vikar

Δέν είμαι σίγουρος Βράστ. Δείτε λίγο και το μονόλογό μου στην τούφα. (Όχι Βράστα, δέν σου μιλάω στον πληθυντικό, εγωκεντρικέ τύπε!...)

#7
johnblack

Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα, αν δλδ είναι καλιαρντής προέλευσης. Ίσως ο Αίας τελεία Αθ να μπορούσε να μας διαφωτίσει κατά τι, αν και, σε κάθε περίπτωση, η έκφραση έχει πλήρως αυτονομηθεί εκ της καλιαρντής διαλέκτου..

Το δε τούφας, είναι σοπωσδήποτε μεταγενέστερο παράγωγο με ευρύτερες - όπως δείχνω - συνδηλώσεις.