Δηλώνει «κάτι που έχεις ξεχάσει να κάνεις αφού πέσεις στο κρεβάτι» και που σημαίνει ότι πρέπει να ξανασηκωθείς, π.χ. να κλείσεις το φως στην κουζίνα.
Ξεξάπλωσε ο Σταύρος και πήγε να κλείσει το παράθυρο καθότι χειμώνιασε κι έβαλε ψόφο.
Δηλώνει «κάτι που έχεις ξεχάσει να κάνεις αφού πέσεις στο κρεβάτι» και που σημαίνει ότι πρέπει να ξανασηκωθείς, π.χ. να κλείσεις το φως στην κουζίνα.
Ξεξάπλωσε ο Σταύρος και πήγε να κλείσει το παράθυρο καθότι χειμώνιασε κι έβαλε ψόφο.
Got a better definition? Add it!
0 comments