Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

mia alli ekdoxi tou sfixterman, sfixti, prismenou, toubanou, fouskwtou klp, einai kai o <<doperman>> einai suntheti lexi me prwto sunthetiko doper( apo ti dopa pou ei katevasei gia na exei ta apotelesmata pou exei) kai to man (which means andras)

#2
Vrastaman

Σφυρίχτερμαν

#3
assosmalakos

Spinachman.