Υπονοούμενο για το γαμώ, συνηθέστατο σε (αυτο)λογοκριμένα κείμενα. Πιο συχνό στην μέση φωνή φιλιέμαι αντί του γαμιέμαι.

Ήσουνα τι ήσουνα φιλιόσουνα στα τραίνα, τώρα που σε πήρα εγώ το παίζεις και παρθένα. (Η λογοκριμένη εκδοχή της Παξιμαδοκλέφτρας).

όλα Αμάν, αμάν, Έλλη, κανένας δε σε θέλει γιατί είσαι φιλημένη από τον πολιτσμάνο (από Khan, 25/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Στός!!!
Απαντάται στην γαλλική αργκότ και εκτενέστατα στην ελληνική municipal poetry...

#2
Khan

Δεν ξέρω αν κι ο Σαββόπουλος εντάσσεται σ' αυτήν την κατηγορία όταν λέει «Φιλημένη μες στους κινηματογράφους, στοιχειωμένη από καιρό στα φιλμ του πάθους, σε τόσους ίσκιους και καπνό πού 'χει καθήσει, αυτό το πλάσμα πες μου ποιος θα το γαμ...εμ, θα το αγαπήσει». Πάντως σίγουρα στα 60ς-70ς αυτολογοκρινόταν. Λ.χ. στους Αχαρνής έχει γράψει ένα τραγούδι στον θεό του Φαλλού που λέει «την κλεφταρού θα την φιλήσω, θεούλη μου φτωχέ και πένη, την ώρα που σκυμμένη κλέβει ξύλα».

#3
HODJAS

Ο παπαδόφρων Σπύρος Καλογήρου στην ταινία «Ο Κατεργάρης» (1971), μετέτρεψε την θυγατέραν του εις ζέμπραν (εκ των ραβδισμών), δεδομένου οτι ηρνείτο να έχη «μιαν κόρην φιλημένην»...

#4
Vrastaman

Γαλλιστί:
Baiser (ουσιατικό) - φιλί
Baiser (ρήμα) - γαμάω :-)