Ιδιωματικό συνώνυμο της κρεατόβεργας, απαντώμενο σχεδόν αποκλειστικά στην Κρήτη (προφανώς λόγω της παραδοσιακής μανιώδους ενασχόλησης με τα όπλα).

Αυτουσια χρήση του λημματος σε κρητική μαντινάδα:

Αφού δεν τη γουστάριζες την κρεατομπιστόλα,
γιάντα την εκανάκευες και την εφίληες κιόλα;

(από ΛυσίζωνΛαισποδίας, 29/01/10)(από ΛυσίζωνΛαισποδίας, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified