Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.
Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.
Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.
Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.
(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).
Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.
Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.
Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.
Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.
(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
3 comments
knasos
Όντως, Αξίζει Να Το Δεις.
alamo
Ανάποδα; δλδ; Σου πώ ότι κάτσει στο τηγάνι, οι χοχλιοί παναρισμένοι, στο στρογγυλό δεν υπάρχει ανάποδα.
Πήδα από το τηγάνι και πέσε στη φοθιά.
electron
νομίζω οτι σε ολη την επικρατεια λέγονται χοχλιοί ή κοχλιοί...
το μπουμπουριστός όμως είναι σίγουρα σλανγκ...