Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.
Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.
Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.
Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.
(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).
Το σαλιγκάρι στην κρητική διάλεκτο.
Παράγεται από την αρχαία λέξη κοχλίας που σημαίνει βίδα.
Χοχλιδολόγος είναι αυτός που μαζεύει χοχλιούς.
Πάμε να φάμε χοχλιούς μπουμπουριστούς.
(δηλαδή, σαλιγκάρια τηγανισμένα ανάποδα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified