Άτομο που επιδιώκει να βρίσκεται συνέχεια μέσα σε σταθερή ερωτική σχέση, που δεν θέλει ή δεν αντέχει να μένει μόνο του για πολύ καιρό. Το αντίπαλο δέος του ελευθεροσχεσίτη.
Λέγεται καί για άντρες καί για γυναίκες (και απ' ό,τι βλέπω γκουγκλάροντας, κυρίως από περιαυτολογούσες γυναίκες).
— Θα έλεγες ότι είσαι «σχεσάκιας» ή περνάς και μόνη σου καλά;
— Είμαι φανατική «σχεσάκιας». Είμαι με τον ίδιο άντρα εδώ και πέντε χρόνια. Τον γνώρισα σε ένα κλαμπ της Καρδίτσας πριν από πέντε χρόνια και από τότε κολλήσαμε. Και πιο πριν είχα πάλι μακροχρόνια σχέση.
(από συνέντευξη κάποιας Ειρήνης Καρρά εδώ)Κι εγώ σχεσάκιας είμαι, αλλά όταν δεν έχεις σχέση, καταλαβαίνεις ότι η ζωή είναι ωραία κι έτσι, απλά γιατί είναι ζωή. (σχόλιο σε ιστολόι)
Οι σχέσεις είναι το όπιο των γυναικών: Από βιολογική άποψη, λένε ότι για την συναισθηματική τάση να γίνεται «σχεσάκιας» –κοινώς εθισμένη στην σύναψη σχέσεων– ευθύνεται το ίδιο της το dna δηλαδή είναι μια επιτακτική βιολογική ανάγκη όπως ας πούμε το να κατουρήσεις ή να φάς:p (από ιστολόι)
Είμαι σχεσάκιας. Οι άντρες που με ξέρουν μέσα από τις φωτογραφίσεις και την τηλεόραση φαντάζονται πως είμαι μια μηχανή του σεξ που θα έκανε τα πάντα με οποιονδήποτε χωρίς δεύτερη σκέψη. Λυπάμαι που θα τους απογοητεύσω, αλλά στη ζωή μου έχω κάνει μόνο μεγάλες σχέσεις. Ναι, θα έκανα ίσως τα πάντα, αλλά μόνο με αυτόν που έχω σχέση. Η οικειότητα με ξεκλειδώνει. (η Όλγα Φαρμάκη εδώ)
Παλιότερα ήμουν σχεσάκιας, τώρα πια όχι. Απολαμβάνω την ανεξαρτησία μου, ζω τη ζωή μου και δεν θέλω να περνάει ο χρόνος μου χωρίς λόγο με κάποιον άνθρωπο. (η Χρύσπα σε συνέντευξη)
6 comments
HODJAS
Ήπρεπε να μπεί.
Vrastaman
Εξαιρετικός ο Βίκας!
poniroskylo
Σωστός ο βίκαρ!
Μου κάνει εντύπωση το εξής: ενώ η η λέξη έχει προφανώς φόρτιση ειρωνική ή και περιφρονητική - προφ λόγω του επιθηματος -άκιας, βλ. λ.χ. και μαμάκιας, ματάκιας, γκατζετάκιας - οι κυρίες των παραδειγμάτων γενικά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσουν την λέξη αναφερόμενες στον εαυτό τους. Πρόκειται γι' αυτοσαρκασμό ή για απουσία γλωσσικού αισθητηρίου;
vikar
Αυτό το -άκιας (που στην αργκό παίζει αρκετά ωστε να σηκώνει ίσως μελέτη), είναι ενδιαφέρον. Όπως λέει και το πονηρό, έχει πράγματι ειρωνικό και απαξιωτικό φορτίο. Αλλα λύνει και προβλήματα, με την έννοια οτι σχηματίζει λέξεις που δέν έχουν (εύκολο ή γνωστό) τυπικό αντίστοιχο, με συνέπεια η ειρωνεία να αμβλύνεται --χωρίς να χάνεται και τελείως όμως. Έχω στο νού μου ας πούμε τα αυτοφωράκιας, ματζοράκιας και μινοράκιας, σορτάκιας, τσαντάκιας, τέτοια.
Νομίζω οτι οι τύπες στα παραδείγματα έχουν οπωσδήποτε γλωσσικό αισθητήριο, αλλα μιλώντας με ελαφρό ύφος δέν θέλουν απαραίτητα να αυτοσαρκαστούν στα σοβαρά.
vikar
Και αλήθεια, το σχεσάκιας πώς να το πείς μονολεκτικά σε τυπικά συμφραζόμενα; Δέν μού 'ρχεται κάτι.
HODJAS
Έχει δίκιο ο Βίκαρ, ίσως να είναι το ίδιο ατυχές στην απόδοση όπως το «εϊτζομανής».
Όπως όμως λέει και το πονηρό, συνήθως η αργκοτική κατάληξη -άκιας είναι ειρωνική βλ. ντουμανάκιας, ενώ κατ' εξαίρεση ο παναθηναϊκάκιας-ολυμπιακάκιας-αεκάκιας κλπ δεν είναι υποτιμητικά (τα έλεγαν παλιότερα οι ίδιοι οι αντίστοιχοι οπαδοί για τον εαυτό τους).
Έχω την γνώμη, οτι το βασικότατο λήμμα «σχεσάκιας» έχει ειρωνική χροιά ειδικά ως προς τον άντρα (η γυναίκα είναι εν πολλοίς προορισμένη για συμβίωση).
Δηλαδή σημαίνει αυτόν που επιλέγει να βολευτεί-κουρνιάσει σε μια σχέση αφού δεν αντέχει την αγαμία-μοναξιά του ελεύθερου πουλιού (βλ. του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είν' αδειανό και μια φορά γεμάτο). Χώρια το ηλικιακό, όπου η αναζήτηση ρεμέτζου αυγαταίνει έτσι και περάσουν τα χρόνια και σφίξουν οι ανασφάλειες (αν και οι γυναίκες είναι μανούλες στην καλλιέργησή τους εντός μιας σχέσης).
Πέρα απ' αυτό όμως, υφέρπει μια κατηγορία σεξουαλικής ανεπάρκειας έναντι του σχεσάκια, αφού ο ψωλαράς ποτέ δεν χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις...