Άτομο που επιδιώκει να βρίσκεται συνέχεια μέσα σε σταθερή ερωτική σχέση, που δεν θέλει ή δεν αντέχει να μένει μόνο του για πολύ καιρό. Το αντίπαλο δέος του ελευθεροσχεσίτη.

Λέγεται καί για άντρες καί για γυναίκες (και απ' ό,τι βλέπω γκουγκλάροντας, κυρίως από περιαυτολογούσες γυναίκες).

  1. — Θα έλεγες ότι είσαι «σχεσάκιας» ή περνάς και μόνη σου καλά;
    — Είμαι φανατική «σχεσάκιας». Είμαι με τον ίδιο άντρα εδώ και πέντε χρόνια. Τον γνώρισα σε ένα κλαμπ της Καρδίτσας πριν από πέντε χρόνια και από τότε κολλήσαμε. Και πιο πριν είχα πάλι μακροχρόνια σχέση.
    (από συνέντευξη κάποιας Ειρήνης Καρρά εδώ)

  2. Κι εγώ σχεσάκιας είμαι, αλλά όταν δεν έχεις σχέση, καταλαβαίνεις ότι η ζωή είναι ωραία κι έτσι, απλά γιατί είναι ζωή. (σχόλιο σε ιστολόι)

  3. Οι σχέσεις είναι το όπιο των γυναικών: Από βιολογική άποψη, λένε ότι για την συναισθηματική τάση να γίνεται «σχεσάκιας» –κοινώς εθισμένη στην σύναψη σχέσεων– ευθύνεται το ίδιο της το dna δηλαδή είναι μια επιτακτική βιολογική ανάγκη όπως ας πούμε το να κατουρήσεις ή να φάς:p (από ιστολόι)

  4. Είμαι σχεσάκιας. Οι άντρες που με ξέρουν μέσα από τις φωτογραφίσεις και την τηλεόραση φαντάζονται πως είμαι μια μηχανή του σεξ που θα έκανε τα πάντα με οποιονδήποτε χωρίς δεύτερη σκέψη. Λυπάμαι που θα τους απογοητεύσω, αλλά στη ζωή μου έχω κάνει μόνο μεγάλες σχέσεις. Ναι, θα έκανα ίσως τα πάντα, αλλά μόνο με αυτόν που έχω σχέση. Η οικειότητα με ξεκλειδώνει. (η Όλγα Φαρμάκη εδώ)

  5. Παλιότερα ήμουν σχεσάκιας, τώρα πια όχι. Απολαμβάνω την ανεξαρτησία μου, ζω τη ζωή μου και δεν θέλω να περνάει ο χρόνος μου χωρίς λόγο με κάποιον άνθρωπο. (η Χρύσπα σε συνέντευξη)

(από jesus, 07/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published