Είναι παλιότερος τύπος της λέξης μάκα (=βρομιά, ακαθαρσία) και σημαίνει το χάλασμα/λιώσιμο/ανακάτεμα/λέρωμα τροφίμων ή άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης.
Προέρχεται από το ιταλικό macchia (=λεκές, λατ. macula).
Χρησιμοποιείται κυρίως στις φράσεις: «Τα έκανες ματσιά!» και «…γίνανε ματσιά»
Γιατί άφησες τα σπανάκια έξω από το ψυγείο; Γίνανε ματσιά, αλλοιώθηκαν.
6 comments
tryager
Ψάχνοντας στο δίκτυο για παραδείγματα (δεν βρήκα τελικά), συνάντησα τη λέξη με τις εξής σημασίες (παίζει ρόλο και ο τονισμός βέβαια): 1. μάτσια-μάτσια (=μάκια-μάκια), 2. τα μάτσια(=τα μάτια), 3. η ματσιά (=το μάτσο=δέσμη), 4. τα μάτσια (=οι αγώνες/match) και τέλος το σύνθετο: τουματσιά (=too much).
patsis
Παιδιά το του ματς το ετοιμάζω, το παρουσιάζω σε λίγες μέρες στα πλήθη.
tryager
Μάλλον από αυτό το ματσία παράγετε και το υβριστικό για τους μικρόσωμους ανθρώπους : ματσιαμουνάκι (=απολειφάδι), αν ξέρει κανείς κάτι παραπάνω, ας το αναλάβει.
poniroskylo
Είναι ματσία ή ματσιά;
Κι ένα άλλο. Το macchia, που προφέρεται μά-κ-κ-ια, εύλογα δίνει το μάκα. Γιατί άραγε στο ματσία (ή ματσιά) το -κ- να γίνει -τσ-;
tryager
Ματσιά με τόνο στη λήγουσα,από ορθογραφία μην το ξάχνεις... Αν και δεν ξέρω ιταλικά η ακριβή προφορά είναι /'makkja/
HODJAS
Cornutto e macchiato (κερατάς και ζημιωμένος)...