Είναι παλιότερος τύπος της λέξης μάκα (=βρομιά, ακαθαρσία) και σημαίνει το χάλασμα/λιώσιμο/ανακάτεμα/λέρωμα τροφίμων ή άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης.
Προέρχεται από το ιταλικό macchia (=λεκές, λατ. macula).
Χρησιμοποιείται κυρίως στις φράσεις: «Τα έκανες ματσιά!» και «…γίνανε ματσιά»
Γιατί άφησες τα σπανάκια έξω από το ψυγείο; Γίνανε ματσιά, αλλοιώθηκαν.