Συμπληρωματικά προς τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, μπουρί λέγεται και μηχάνημα (αυτοκίνητο, μηχανή, πισί) που δεν πάει πόντο, που είναι άχρηστο και υπάρχει για να σπάει αρχίδια.

  1. Πέτα το το μπουρί, μωρέ, ακόμα το 486 παλεύεις;

  2. - Λοιπόν, μάστορα, θέλω να μου το κάνεις το λάντα μου να πετάει, να πατάει ό,τι κινείται. Ξέρεις, φίλτρα, εξατμίσεις, προγράμματα, της παναγιάς τα ράμματα.
    - Οκέυ.
    - Πότε να περάσω;
    - Το απογευματάκι θα τό 'χω έτοιμο.
    - Με δουλεύεις;
    - Εγώ άρχισα; Άε παρ' το μπουρί σου και φύγε λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

θα σου πιο το αίμα με το μπουρί (καραβανική ψαρωτική πρωτασούλα)

#2
protnet

κι ένα που είχα ακούσει προ εικοσαετίας: «θα σου ρουφήξω την περίοδο με το μπουρί της σόμπας»!